συμποτικός: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(13_5) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] ή, όν, zum Gaste od. zum Gastmahle gehörig, dazu sich passend; προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιαστικός, Ar. Vesp. 1208; συμποτικὰ τὰ πράγματα, Ach. 1107; νόμοι συμποτικοί, Plat. Legg. II, 671 c; ἁρμονίαι, Rep. III, 398 e; Folgde; ὁ σ., ein guter, unterhaltender Trinkgenoß, Gast, Pol. 31, 21, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] ή, όν, zum Gaste od. zum Gastmahle gehörig, dazu sich passend; προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιαστικός, Ar. Vesp. 1208; συμποτικὰ τὰ πράγματα, Ach. 1107; νόμοι συμποτικοί, Plat. Legg. II, 671 c; ἁρμονίαι, Rep. III, 398 e; Folgde; ὁ σ., ein guter, unterhaltender Trinkgenoß, Gast, Pol. 31, 21, 8. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συμποτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπότην ἢ εἰς [[συμπόσιον]], [[φαιδρός]], σ. πρήγματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· νόμοι σ., οἱ νόμοι οἱ ἰσχύοντες κατὰ τὸ [[συμπόσιον]] ἐπιβαλλόμενοι ὑπὸ τοῦ συμποσιάρχου, Πλάτ. Νόμ. 671C ([[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]] συμπόσιονπαιδαγωγεῖν, [[αὐτόθι]] 641Β)· σ. ἁρμονίαι, μελῳδίαι ἁρμόζουσα εἰς ᾄσματα τοῦ συμποσίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398Ε· σ. προβλήματα, ἐπιγραφὴ συγγράμματός τινος τοῦ Πλουτάρχου (ἴδε ἐν λ. [[συμποσιακός]])· σ. ὑπομνήματα Διογ. Λ. 7. 1· ― [[συμποτικός]] [[φαιδρός]], «ἀνοιχτόκαρδος» [[ἄνθρωπος]], παῦ’, ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶς προσμάνθανε ξυμποτικὸς [[εἶναι]] καὶ ξυνουσιακὸς Ἀριστοφ. Σφ. 1209, πρβλ. Πολύβ. 31. 21, 8. ― Συγκρ. -ώτερος, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 32· ὑπερθ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 46. Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 20. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A convivial, σ. πράγματα Ar.Ach.1142; νόμοι σ. the laws of drinking-parties, enforced by the συμποσίαρχος, Pl.Lg. 671c; σ. ἁρμονίαι modes suited for drinking-songs, Id.R.398e; ς. [μουσική] Phld.Mus.p.82 K.; [ἀρετή] Id.D.3Fr.76; σ. διάλογοι, work by Persaeus, Ath.4.162b; σ. προβλήματα, title of a work by Plu. (v. συμποσιακός) ὑπομνήματα σ., of a work by Persaeus, D.L.7.1; συμποτικός a jolly fellow, Ar.V.1209, Plb.31.13.8: Comp. -ώτερος Luc.Ep.Sat.32: Sup. -ώτατος Id.Tim.46, Philostr.Im.1.25. Adv. -κῶς Poll.6.20.
German (Pape)
[Seite 989] ή, όν, zum Gaste od. zum Gastmahle gehörig, dazu sich passend; προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιαστικός, Ar. Vesp. 1208; συμποτικὰ τὰ πράγματα, Ach. 1107; νόμοι συμποτικοί, Plat. Legg. II, 671 c; ἁρμονίαι, Rep. III, 398 e; Folgde; ὁ σ., ein guter, unterhaltender Trinkgenoß, Gast, Pol. 31, 21, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συμποτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπότην ἢ εἰς συμπόσιον, φαιδρός, σ. πρήγματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· νόμοι σ., οἱ νόμοι οἱ ἰσχύοντες κατὰ τὸ συμπόσιον ἐπιβαλλόμενοι ὑπὸ τοῦ συμποσιάρχου, Πλάτ. Νόμ. 671C (ὅθεν ἡ φράσις συμπόσιονπαιδαγωγεῖν, αὐτόθι 641Β)· σ. ἁρμονίαι, μελῳδίαι ἁρμόζουσα εἰς ᾄσματα τοῦ συμποσίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398Ε· σ. προβλήματα, ἐπιγραφὴ συγγράμματός τινος τοῦ Πλουτάρχου (ἴδε ἐν λ. συμποσιακός)· σ. ὑπομνήματα Διογ. Λ. 7. 1· ― συμποτικός φαιδρός, «ἀνοιχτόκαρδος» ἄνθρωπος, παῦ’, ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶς προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιακὸς Ἀριστοφ. Σφ. 1209, πρβλ. Πολύβ. 31. 21, 8. ― Συγκρ. -ώτερος, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 32· ὑπερθ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 46. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 20.