κάλχη: Difference between revisions
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
(13_4) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1315.png Seite 1315]] ἡ, 1) die Purpurschnecke, der Purpursaft, Nic. Al. 391, v. l. [[χάλκη]], die Purpurfarbe, [[χρῶμα]] ὅμοιον κάλχῃ Strab. XI p. 529. – 2) die Volute oder Schnecke am Knauf der ionischen Säule, Inscr. I. p. 282. – 3) eine Blume, Ath. XV, 682 a, aus Alcman. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1315.png Seite 1315]] ἡ, 1) die Purpurschnecke, der Purpursaft, Nic. Al. 391, v. l. [[χάλκη]], die Purpurfarbe, [[χρῶμα]] ὅμοιον κάλχῃ Strab. XI p. 529. – 2) die Volute oder Schnecke am Knauf der ionischen Säule, Inscr. I. p. 282. – 3) eine Blume, Ath. XV, 682 a, aus Alcman. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κάλχη''': ἡ, ([[ἴσως]] συγγενεύει τῷ [[κόγχη]]) ὁ [[κοχλίας]] τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ [[πορφύρα]], Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ [[βαφή]], Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ [[ἕλιξ]] τοῦ κιονοκράνου, «[[μέρος]] κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) [[εἶναι]] ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου [[διάκοσμος]], ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. [[εἶδος]] βοτάνης χρώματος [[ὡσαύτως]] πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται [[χάλκη]] ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:23, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (perh. a loan-word)
A murex, purple limpet, = πορφύρα, Nic.Al.393. 2 purple dye, Str.11.14.9. II rosette on the capitals of columns, IG12.372.90, 4.1484.83 (Epid., iv B.C.), 11(2).161A73 (Delos, iii B.C.), Hsch.:—written Χάλκη IG12.374.317, al., Χάλχη ib.374.103. III purple flower, Chrysanthemum coronarium, Alcm.39, Nic.Dam.76J.:—written Χάλκη in Nic.Fr.74.60, cf. Ps.-Dsc.4.58.
German (Pape)
[Seite 1315] ἡ, 1) die Purpurschnecke, der Purpursaft, Nic. Al. 391, v. l. χάλκη, die Purpurfarbe, χρῶμα ὅμοιον κάλχῃ Strab. XI p. 529. – 2) die Volute oder Schnecke am Knauf der ionischen Säule, Inscr. I. p. 282. – 3) eine Blume, Ath. XV, 682 a, aus Alcman.
Greek (Liddell-Scott)
κάλχη: ἡ, (ἴσως συγγενεύει τῷ κόγχη) ὁ κοχλίας τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ πορφύρα, Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ βαφή, Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ ἕλιξ τοῦ κιονοκράνου, «μέρος κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) εἶναι ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου διάκοσμος, ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. εἶδος βοτάνης χρώματος ὡσαύτως πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται χάλκη ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60.