διασχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0605.png Seite 605]] zerspalten, <b class="b2">zerschneiden, zerreißen</b>; Il. 16, 316 Od. 9, 71; [[κάλαμος]] διασχισθείς Thuc. 8, 24; θοιμάτιον Plat. Gorg. 469 d; Ggstz [[συγκρίνω]], Legg. X, 893 e; Pass. = <b class="b2">getrennt</b> werden, Xen. Cyr. 4, 5, 13; <b class="b2">uneinig</b> sein, Charito 6, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0605.png Seite 605]] zerspalten, <b class="b2">zerschneiden, zerreißen</b>; Il. 16, 316 Od. 9, 71; [[κάλαμος]] διασχισθείς Thuc. 8, 24; θοιμάτιον Plat. Gorg. 469 d; Ggstz [[συγκρίνω]], Legg. X, 893 e; Pass. = <b class="b2">getrennt</b> werden, Xen. Cyr. 4, 5, 13; <b class="b2">uneinig</b> sein, Charito 6, 1.
}}
{{ls
|lstext='''διασχίζω''': [[σχίζω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]], διχοτομῶ, ἱστία δε [[σφιν]]… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. Ι. 71· ἐάν τις ἓν δ. Πλάτ. Φαίδων 97Α, κτλ.· - παθ, κόπτομαι εἰς δύο, [[νεῦρα]] διεσχίσθη Ἰλ. ΙΙ. 316· [[θοἰμάτιον]] δ. Πλάτ. Γοργ. 469D· ἐπὶ στρατιωτῶν. χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13· ἀπροσ., τούτοις διέσχισται, ὑπάρχει [[διάσχισμα]], Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 2.
}}
}}

Revision as of 10:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασχίζω Medium diacritics: διασχίζω Low diacritics: διασχίζω Capitals: ΔΙΑΣΧΙΖΩ
Transliteration A: diaschízō Transliteration B: diaschizō Transliteration C: diaschizo Beta Code: diasxi/zw

English (LSJ)

   A cleave asunder, sever, ἱστία δέ σφιν . . διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Od.9.71; ἐάν τις ἓν δ. Pl.Phd.97a, etc.:—Pass., to be cloven asunder, νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316; opp. συγκρίνεσθαι, Pl.Lg.893e; θοἰμάτιον δ. Id.Grg. 469d; of soldiers, to be separated, parted, X.Cyr.4.5.13; to be set at variance, διέσχιστο ἡ πόλις Charito 6.1: impers., τούτοις διέσχισται they have a cleft, Arist.Resp.475a2.

German (Pape)

[Seite 605] zerspalten, zerschneiden, zerreißen; Il. 16, 316 Od. 9, 71; κάλαμος διασχισθείς Thuc. 8, 24; θοιμάτιον Plat. Gorg. 469 d; Ggstz συγκρίνω, Legg. X, 893 e; Pass. = getrennt werden, Xen. Cyr. 4, 5, 13; uneinig sein, Charito 6, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διασχίζω: σχίζω εἰς δύο, διαχωρίζω, διχοτομῶ, ἱστία δε σφιν… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. Ι. 71· ἐάν τις ἓν δ. Πλάτ. Φαίδων 97Α, κτλ.· - παθ, κόπτομαι εἰς δύο, νεῦρα διεσχίσθη Ἰλ. ΙΙ. 316· θοἰμάτιον δ. Πλάτ. Γοργ. 469D· ἐπὶ στρατιωτῶν. χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13· ἀπροσ., τούτοις διέσχισται, ὑπάρχει διάσχισμα, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 2.