ἀναπόγραφος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(13_1) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] nicht eingeschrieben, τὰ ἀναπόγραφα, in das Zollregister nicht eingeschriebene, unverzollte Waaren, Poll. 9, 31. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] nicht eingeschrieben, τὰ ἀναπόγραφα, in das Zollregister nicht eingeschriebene, unverzollte Waaren, Poll. 9, 31. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναπόγρᾰφος''': -ον, ὁ μὴ ἀπογεγραμμένος ἐν τοῖς βιβλίοις τοῦ τελωνείου, «τὸ δὲ μὴ ἀπογραφὲν ἀναπόγραφον» λαθρεμπόρευμα [[Πολυδ]]. Θϳ. 31, πρβλ. Βοίκχιον Π. Οἰ. Ἀθ. 2. 55· ἀναπόγρ. μέταλλα, μεταλλεῖα μὴ ἐγγεγραμμένα εἰς τὸν κατάλογον, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 43· ἴδε ἐν λ. [[ἄγραφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not registered in the custom-house books, contraband, Poll.9.31; ἀ. μέταλλα unregistered mines, Hyp.Eux.34; not registered in the census, PLond.2.260.29 (i A. D.); πρόβατα ἀ. BGU338ii6 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 203] nicht eingeschrieben, τὰ ἀναπόγραφα, in das Zollregister nicht eingeschriebene, unverzollte Waaren, Poll. 9, 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόγρᾰφος: -ον, ὁ μὴ ἀπογεγραμμένος ἐν τοῖς βιβλίοις τοῦ τελωνείου, «τὸ δὲ μὴ ἀπογραφὲν ἀναπόγραφον» λαθρεμπόρευμα Πολυδ. Θϳ. 31, πρβλ. Βοίκχιον Π. Οἰ. Ἀθ. 2. 55· ἀναπόγρ. μέταλλα, μεταλλεῖα μὴ ἐγγεγραμμένα εἰς τὸν κατάλογον, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 43· ἴδε ἐν λ. ἄγραφος.