ἔνυγρος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(c2)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0860.png Seite 860]] feucht, naß; [[ἔτος]] Arist. H. A. 6, 15; καρποί D. Sic. 12, 58; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0860.png Seite 860]] feucht, naß; [[ἔτος]] Arist. H. A. 6, 15; καρποί D. Sic. 12, 58; a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἔνυγρος''': -ον, ὁ ζῶν ἢ τρεφόμενος ἐντὸς τοῦ ὕδατος, [[ἔνυδρος]], ἐπὶ ἰχθύων ἢ φυτῶν, τοῖς δὲ δὴ ἐνύγροις τίς ἡ τροφὴ καὶ [[αὔξησις]] τοῦ συμφύτου; Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 2, 12· [[κόριον]] ἔνυγρον = ἀδίαντον, Διοσκ. 4. 134 (136). ΙΙ. [[ὑγρός]], [[πλήρης]] ὑγρασίας, τόποι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 1· [[ἔτος]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 8. ΙΙΙ. [[πλήρης]] ὕδατος, «νερουλός», καρποί... ἔνυγροι παντελῶς Διόδ. 12. 58.
}}
}}

Revision as of 10:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνυγρος Medium diacritics: ἔνυγρος Low diacritics: ένυγρος Capitals: ΕΝΥΓΡΟΣ
Transliteration A: énygros Transliteration B: enygros Transliteration C: enygros Beta Code: e)/nugros

English (LSJ)

ον,

   A in the water, aquatic, of animals, Arist.Spir.482a21: = ἔνυδρος, of plants, Thphr.CP1.21.6, 6.11.13, v.l. in Ps.-Dsc.4.134.    II wet, damp, τόποι Arist.Mete.351a19; ἔτος Id.HA569b21.    III watery, καρπός D.S.12.58.    IV Astrol., involved in loss at sea, πραγμάτων φθορεὺς καὶ ἔνυλός τε καὶ ἔνυγρος Rhetor. in Cat.Cod.Astr.1.151 (cf. ἕξει . . χρημάτων ἀποβολὴν καὶ ἐμπρήσεις καὶ ναυαγίας Heph.Astr.1.1).

German (Pape)

[Seite 860] feucht, naß; ἔτος Arist. H. A. 6, 15; καρποί D. Sic. 12, 58; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνυγρος: -ον, ὁ ζῶν ἢ τρεφόμενος ἐντὸς τοῦ ὕδατος, ἔνυδρος, ἐπὶ ἰχθύων ἢ φυτῶν, τοῖς δὲ δὴ ἐνύγροις τίς ἡ τροφὴ καὶ αὔξησις τοῦ συμφύτου; Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 2, 12· κόριον ἔνυγρον = ἀδίαντον, Διοσκ. 4. 134 (136). ΙΙ. ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, τόποι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 1· ἔτος ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 8. ΙΙΙ. πλήρης ὕδατος, «νερουλός», καρποί... ἔνυγροι παντελῶς Διόδ. 12. 58.