πυός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(b)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0819.png Seite 819]] ἡ, = [[πυρός]], v. l. bei Hom. Od. 18, 368.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0819.png Seite 819]] ἡ, = [[πυρός]], v. l. bei Hom. Od. 18, 368.
}}
{{ls
|lstext='''πῡός''': ὁ, τὸ πρῶτον [[γάλα]] [[μετὰ]] τὸν τοκετόν, Λατ. colostrum, colostra, [[εἴτε]] γυναικῶν [[εἴτε]] ζῴων (τὸ τῶν γυναικῶν καλεῖται [[πρωτόγαλα]] ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ)· τὸ τῶν ἀμελγομένων ζῴων [[μεγάλως]] ἐτιμᾶτο παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὡς τροφὴ περιζήτητος, Ἀριστοφ. [[ἔνθα]] κατωτ., Κρατῖν. ἐν «’Οδυσσεῦσιν» 4, κτλ.· πρβλ. [[πῦαρ]], [[πυετία]], [[πυτία]], [[πυριάτη]]. [Ὁ Δράκων ἔγγραψε πῦος, ἀλλὰ πλημμελῶς, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 710, Εἰρ. 1150, Ἀποσπ. 302, 476· ἀλλ’ [[οὔτε]] ὁ τονισμὸς [[πύος]] [[εἶναι]] δυνατὸς [[ἐπειδὴ]] τὸ υ [[εἶναι]] [[μακρόν]], Ἀριστοφ. Σφ. 710, Ἀποσπ. 302].
}}
}}

Revision as of 10:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡός Medium diacritics: πυός Low diacritics: πυός Capitals: ΠΥΟΣ
Transliteration A: pyós Transliteration B: pyos Transliteration C: pyos Beta Code: puo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A first milk after the birth, whether of women or cattle (beestings), Cratin.142, Pherecr.108.19, Ar.V.710, Pax1150, Fr.318.5, Fr.16 D. [ῡ Ar., but πῠον Emp. (v. supr.); on the accent cf. Hdn. Gr.1.111.]

German (Pape)

[Seite 819] ἡ, = πυρός, v. l. bei Hom. Od. 18, 368.

Greek (Liddell-Scott)

πῡός: ὁ, τὸ πρῶτον γάλα μετὰ τὸν τοκετόν, Λατ. colostrum, colostra, εἴτε γυναικῶν εἴτε ζῴων (τὸ τῶν γυναικῶν καλεῖται πρωτόγαλα ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ)· τὸ τῶν ἀμελγομένων ζῴων μεγάλως ἐτιμᾶτο παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὡς τροφὴ περιζήτητος, Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτ., Κρατῖν. ἐν «’Οδυσσεῦσιν» 4, κτλ.· πρβλ. πῦαρ, πυετία, πυτία, πυριάτη. [Ὁ Δράκων ἔγγραψε πῦος, ἀλλὰ πλημμελῶς, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 710, Εἰρ. 1150, Ἀποσπ. 302, 476· ἀλλ’ οὔτε ὁ τονισμὸς πύος εἶναι δυνατὸς ἐπειδὴ τὸ υ εἶναι μακρόν, Ἀριστοφ. Σφ. 710, Ἀποσπ. 302].