ἐξαμιλλάομαι: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(13_6a) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] herauskämpfen; τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, der in den Wettkämpfen den Sieg davongetragen hat, Eur. Hel. 387; auch ἐξαμιλλησάμενος, 1471; τίνες ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; wer kämpft, d. i. treibt dich zum Lande hinaus? Or. 431, vgl. 38 ἐξ. τινὰ φόβῳ, herausscheuchen. Dah. ἔστ' ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί, bis das Auge durch Feuer ausgetilgt worden, Eur. Cycl. 628. – In Prosa erst bei Plut., gen. Socr. 23 u. öfter, sich herausarbeiten. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] herauskämpfen; τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, der in den Wettkämpfen den Sieg davongetragen hat, Eur. Hel. 387; auch ἐξαμιλλησάμενος, 1471; τίνες ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; wer kämpft, d. i. treibt dich zum Lande hinaus? Or. 431, vgl. 38 ἐξ. τινὰ φόβῳ, herausscheuchen. Dah. ἔστ' ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί, bis das Auge durch Feuer ausgetilgt worden, Eur. Cycl. 628. – In Prosa erst bei Plut., gen. Socr. 23 u. öfter, sich herausarbeiten. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξᾰμιλλάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: μετοχ. ἀόρ. ἐξαμιλλησάμενος καὶ -ηθεὶς Εὐρ. Ἑλ. 1471, 387: β΄ ἑνικ. τοῦ πρκμ. ἐξαμίλλησαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 764: Ἀποθ. Ἀγωνίζομαι σφοδρῶς, [[ἀγωνίζομαι]] ἕως οὗ νικήσω τὸν ἀντίπαλόν μου, [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, ὁ νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἐν τῇ ἁμίλλῃ τῶν τεθρίππων ἁρμάτων, Εὐρ. Ἑλ. 387. ΙΙ. [[ἀποδιώκω]], ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς Εὐρ. Ὀρ. 4. 31· [[κάμνω]] τινὰ νὰ φεύγῃ [[ἔντρομος]] ὡς [[παράφρων]], Εὐμενίδας, αἳ τόνδ’ (τὸν Ὀρέστην) ἐξαμιλλῶνται φόβῳ [[αὐτόθι]] 38. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ [[μετὰ]] σημασ. παθητικῆς, καταστρέφομαι ἐντελῶς, περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες... ἔς τ’ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 628· ἀλλ’ ὁ Κόβητος (Var. Lect. σ. 600) διατείνεται ὅτι τὸ σύνθετον δὲν ἔχει τὸν τόπον του [[ἐνταῦθα]] καὶ προτείνει ἀντ’ [[αὐτοῦ]] τὸ ἐξαμαλδυνθῇ, δηλ. ἀφανισθῇ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 5 August 2017
English (LSJ)
aor. 1 part. ἐξαμιλλησάμενος and -ηθείς, E.Hel.1471 (lyr.), 387: imper.
A ἐξαμίλλησαι Id.Hyps.Fr.2:—struggle vehemently: c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ . . ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having contested the chariot-race with him, Id.Hel.387: abs., ib.1471; διαφόροις ὁδοῖς πρὸς ἓν καὶ ταὐτὸν ἄκρον Constantius in Them.Or.p.22 D. II drive out of, ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς E.Or.431; drive out of his wits, τινὰ φόβῳ ib.38. III aor. 1 in pass. sense, to be rooted out, of the Cyclops' eye, πυρί Id.Cyc.628.
German (Pape)
[Seite 867] herauskämpfen; τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, der in den Wettkämpfen den Sieg davongetragen hat, Eur. Hel. 387; auch ἐξαμιλλησάμενος, 1471; τίνες ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; wer kämpft, d. i. treibt dich zum Lande hinaus? Or. 431, vgl. 38 ἐξ. τινὰ φόβῳ, herausscheuchen. Dah. ἔστ' ἂν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί, bis das Auge durch Feuer ausgetilgt worden, Eur. Cycl. 628. – In Prosa erst bei Plut., gen. Socr. 23 u. öfter, sich herausarbeiten.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰμιλλάομαι: μέλλ. -ήσομαι: μετοχ. ἀόρ. ἐξαμιλλησάμενος καὶ -ηθεὶς Εὐρ. Ἑλ. 1471, 387: β΄ ἑνικ. τοῦ πρκμ. ἐξαμίλλησαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 764: Ἀποθ. Ἀγωνίζομαι σφοδρῶς, ἀγωνίζομαι ἕως οὗ νικήσω τὸν ἀντίπαλόν μου, μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, ὁ νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἐν τῇ ἁμίλλῃ τῶν τεθρίππων ἁρμάτων, Εὐρ. Ἑλ. 387. ΙΙ. ἀποδιώκω, ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς Εὐρ. Ὀρ. 4. 31· κάμνω τινὰ νὰ φεύγῃ ἔντρομος ὡς παράφρων, Εὐμενίδας, αἳ τόνδ’ (τὸν Ὀρέστην) ἐξαμιλλῶνται φόβῳ αὐτόθι 38. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ μετὰ σημασ. παθητικῆς, καταστρέφομαι ἐντελῶς, περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες... ἔς τ’ ἂν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 628· ἀλλ’ ὁ Κόβητος (Var. Lect. σ. 600) διατείνεται ὅτι τὸ σύνθετον δὲν ἔχει τὸν τόπον του ἐνταῦθα καὶ προτείνει ἀντ’ αὐτοῦ τὸ ἐξαμαλδυνθῇ, δηλ. ἀφανισθῇ.