μονοστόρθυγξ: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] υγγος, aus <b class="b2">einem</b> Blocke geschnitzt, Priapus, Zon. 3 (VI, 22). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] υγγος, aus <b class="b2">einem</b> Blocke geschnitzt, Priapus, Zon. 3 (VI, 22). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μονοστόρθυγξ''': ὁ, ἡ, κατεσκευασμένος ἐξ ἑνὸς μόνου στελέχους, μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, τῷ ἐπὶ ἑνὶ ποδὶ ἱσταμένῳ, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Σχολιαστοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 22· πρβλ. [[μονόξυλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:34, 5 August 2017
English (LSJ)
υγγος, ὁ, ἡ,
A carved out of a single block, Πρίηπος AP6.22 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 205] υγγος, aus einem Blocke geschnitzt, Priapus, Zon. 3 (VI, 22).
Greek (Liddell-Scott)
μονοστόρθυγξ: ὁ, ἡ, κατεσκευασμένος ἐξ ἑνὸς μόνου στελέχους, μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, τῷ ἐπὶ ἑνὶ ποδὶ ἱσταμένῳ, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Σχολιαστοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 22· πρβλ. μονόξυλος.