οὐδαμός: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0408.png Seite 408]] d. i. οὐδὲ ἀμός, = [[οὐδείς]], auch nicht Einer, keiner, Her., nur im plur., οὐδαμοὶ 'Ἰώνων, 1, 16 u. öfter, οὐδαμῶν, 7, 104, οὐδαμοῖς, 1, 24, οὐδαμούς, 2, 150 u. öfter; fem., 4, 114. Davon [[οὐδαμῇ]], [[οὐδαμῶς]] u. ä.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0408.png Seite 408]] d. i. οὐδὲ ἀμός, = [[οὐδείς]], auch nicht Einer, keiner, Her., nur im plur., οὐδαμοὶ 'Ἰώνων, 1, 16 u. öfter, οὐδαμῶν, 7, 104, οὐδαμοῖς, 1, 24, οὐδαμούς, 2, 150 u. öfter; fem., 4, 114. Davon [[οὐδαμῇ]], [[οὐδαμῶς]] u. ä.
}}
{{ls
|lstext='''οὐδᾰμός''': -ή, -όν, ἀντὶ οὐδὲ ἀμός, οὐδὲ εἶς, ὡς τὸ [[οὐδείς]], Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 72Α· ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσιν, οὐδαμοί, οὐδαμῶν κτλ., Ἡρόδ. 1. 18, 24, 57, κ. ἀλλ.· ππήγματα … οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζον, δηλ. πολὺ μεγαλειτέρα πάσης Ἑλληνικῆς δυνάμεως, ὁ αὐτ. 7. 145· σπανίως ἐν τῷ θηλυκ. τύπῳ, οὐδαμὰς ἄλλας ὁ αὐτ. 4· 114. Πρβλ. [[μηδαμός]].
}}
}}

Revision as of 10:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδᾰμός Medium diacritics: οὐδαμός Low diacritics: ουδαμός Capitals: ΟΥΔΑΜΟΣ
Transliteration A: oudamós Transliteration B: oudamos Transliteration C: oudamos Beta Code: ou)damo/s

English (LSJ)

ή, όν, for οὐδὲ ἀμός,

   A not any one, no one, like οὐδείς, A.D.Pron.57.2: used only in pl. and only by Ion. writers ( = Att. οὐδένες) , οὐδαμοί, οὐδαμῶν, etc., none, Hdt.1.18,24,57, al.; πρήγματα . . οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω, i.e. much greater than any Greek power, Id.7.145: rarely in fem., οὐδαμὰς ἄλλας Id.4.114.—Cf. μηδαμός.

German (Pape)

[Seite 408] d. i. οὐδὲ ἀμός, = οὐδείς, auch nicht Einer, keiner, Her., nur im plur., οὐδαμοὶ 'Ἰώνων, 1, 16 u. öfter, οὐδαμῶν, 7, 104, οὐδαμοῖς, 1, 24, οὐδαμούς, 2, 150 u. öfter; fem., 4, 114. Davon οὐδαμῇ, οὐδαμῶς u. ä.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδᾰμός: -ή, -όν, ἀντὶ οὐδὲ ἀμός, οὐδὲ εἶς, ὡς τὸ οὐδείς, Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 72Α· ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσιν, οὐδαμοί, οὐδαμῶν κτλ., Ἡρόδ. 1. 18, 24, 57, κ. ἀλλ.· ππήγματα … οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζον, δηλ. πολὺ μεγαλειτέρα πάσης Ἑλληνικῆς δυνάμεως, ὁ αὐτ. 7. 145· σπανίως ἐν τῷ θηλυκ. τύπῳ, οὐδαμὰς ἄλλας ὁ αὐτ. 4· 114. Πρβλ. μηδαμός.