ἀτιμαγελέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
(13_4)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0386.png Seite 386]] die Heerde verlassen, Arist. H. A. 9, 31 (aor.); Theocr. 9, 4, nach Schol. καταλιπεῖν τὸ κοινὸν τῆς ἀγέλης καὶ καθ' ἑαυτὸν νέμεσθαι; stolz sein, in geziertem Ausdruck, Luc. Lexiph. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0386.png Seite 386]] die Heerde verlassen, Arist. H. A. 9, 31 (aor.); Theocr. 9, 4, nach Schol. καταλιπεῖν τὸ κοινὸν τῆς ἀγέλης καὶ καθ' ἑαυτὸν νέμεσθαι; stolz sein, in geziertem Ausdruck, Luc. Lexiph. 10.
}}
{{ls
|lstext='''ἀτῑμᾰγελέω''': [[καταλείπω]] τὴν ἀγέλην, ἐπὶ ταύρου, ὁ δὲ [[ταῦρος]], [[ὅταν]] ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, [[τότε]] γίνεται [[σύννομος]] καὶ μάχεται τοῖς ἄλλοις, τὸν δὲ πρότερον χρόνον μετ’ [[ἀλλήλων]] εἰσίν, ὃ καλεῖται ἀτιμαγελεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 18, 16., μηδὲν ἀτιμαγελοῦντες, [[μηδαμῶς]] καταλείποντες τὴν ἀγέλην, 9. 3, 4, Θεόκρ. 9, 5. ΙΙ. μεταφ., ὑπερφρονῶ, [[ὑπερηφανεύομαι]], Λουκ. Λεξιφ. 10.
}}
}}

Revision as of 10:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμᾰγελέω Medium diacritics: ἀτιμαγελέω Low diacritics: ατιμαγελέω Capitals: ΑΤΙΜΑΓΕΛΕΩ
Transliteration A: atimageléō Transliteration B: atimageleō Transliteration C: atimageleo Beta Code: a)timagele/w

English (LSJ)

(ἀγέλη)

   A forsake the herd, stray, Arist.HA572b19, 611a2, Theoc.9.5: metaph., try to escape, Luc.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 386] die Heerde verlassen, Arist. H. A. 9, 31 (aor.); Theocr. 9, 4, nach Schol. καταλιπεῖν τὸ κοινὸν τῆς ἀγέλης καὶ καθ' ἑαυτὸν νέμεσθαι; stolz sein, in geziertem Ausdruck, Luc. Lexiph. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῑμᾰγελέω: καταλείπω τὴν ἀγέλην, ἐπὶ ταύρου, ὁ δὲ ταῦρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος καὶ μάχεται τοῖς ἄλλοις, τὸν δὲ πρότερον χρόνον μετ’ ἀλλήλων εἰσίν, ὃ καλεῖται ἀτιμαγελεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 18, 16., μηδὲν ἀτιμαγελοῦντες, μηδαμῶς καταλείποντες τὴν ἀγέλην, 9. 3, 4, Θεόκρ. 9, 5. ΙΙ. μεταφ., ὑπερφρονῶ, ὑπερηφανεύομαι, Λουκ. Λεξιφ. 10.