πραότης: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
(13_5)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0694.png Seite 694]] ητος, ἡ, Sanftheit, Milde, nach Arist. Eth. 4, 5 die Tugend, welche eine [[μεσότης]] περὶ ὀργῆς ist; Ggstz [[ἀγριότης]], Plat. Conv. 197 d, vgl. Crat. 406 a Theaet. 144 b; καὶ [[φιλανθρωπία]], Dem. 24, 51; Pol. 28, 3, 3 u. Sp., wie Plut., Ggstz [[ὀργιλότης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0694.png Seite 694]] ητος, ἡ, Sanftheit, Milde, nach Arist. Eth. 4, 5 die Tugend, welche eine [[μεσότης]] περὶ ὀργῆς ist; Ggstz [[ἀγριότης]], Plat. Conv. 197 d, vgl. Crat. 406 a Theaet. 144 b; καὶ [[φιλανθρωπία]], Dem. 24, 51; Pol. 28, 3, 3 u. Sp., wie Plut., Ggstz [[ὀργιλότης]].
}}
{{ls
|lstext='''πρᾱότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ἡμερότης]], ἀντίθετον τῷ [[χαλεπότης]], Λυσ. 106. 15, Ἰσοκρ. 38C, Πλάτ. Πολ. 558Α, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀγριότης]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D· [[κυρίως]] τὸ ἀντίθετον τῆς ὀργιλότητος, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, Ρητορ. 2. 3, 1· ― ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 106Α· πραΰτης [[εἶναι]] [[τύπος]] μεταγεν., Συλλ. Ἐπιγρ. 2788, Ἐκκλ.
}}
}}

Revision as of 10:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱότης Medium diacritics: πραότης Low diacritics: πραότης Capitals: ΠΡΑΟΤΗΣ
Transliteration A: praótēs Transliteration B: praotēs Transliteration C: praotis Beta Code: prao/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A mildness, gentleness, Th.4.108, Lys.6.34, Isoc.3.55, Pl.R.558a, etc.; opp. ἀγριότης, Id.Smp.197d; opp. ὀργιλότης, Arist.EN1125b26; opp. ὀργή, Id.Rh.1380a6: pl., Isoc.5.116: later πραΰτης, LXX Ps.44(45).4, Ep.Gal.5.23 (v.l.), CIG2788 (Aphrodisias).

German (Pape)

[Seite 694] ητος, ἡ, Sanftheit, Milde, nach Arist. Eth. 4, 5 die Tugend, welche eine μεσότης περὶ ὀργῆς ist; Ggstz ἀγριότης, Plat. Conv. 197 d, vgl. Crat. 406 a Theaet. 144 b; καὶ φιλανθρωπία, Dem. 24, 51; Pol. 28, 3, 3 u. Sp., wie Plut., Ggstz ὀργιλότης.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡμερότης, ἀντίθετον τῷ χαλεπότης, Λυσ. 106. 15, Ἰσοκρ. 38C, Πλάτ. Πολ. 558Α, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀγριότης, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D· κυρίως τὸ ἀντίθετον τῆς ὀργιλότητος, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, Ρητορ. 2. 3, 1· ― ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 106Α· πραΰτης εἶναι τύπος μεταγεν., Συλλ. Ἐπιγρ. 2788, Ἐκκλ.