ὀμφάκιον: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(c1) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0343.png Seite 343]] τό, Oel von grünen, unreifen Oliven, Diosc., eigtl. neutr. von | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0343.png Seite 343]] τό, Oel von grünen, unreifen Oliven, Diosc., eigtl. neutr. von | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀμφάκιον''': [ᾰ] , τό, ὁ χυμὸς ἀώρων σταφυλῶν, «[[ὀμφάκιον]], ἔστι μὲν χυλὸς ὄμφακος Θασίας σταφυλῆς [[μήπω]] περκαζούσης, ἢ Ἀμιναίας» Διοσκ. 5. 6· [[ὡσαύτως]], [[ἔλαιον]] λαμβανόμενον ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, Ἱπ. 407. 15, πρβλ. Πλίν. 12. 60.<br />ΙΙ. = [[ὄμφαξ]] ΙΙ. 2, Ἀρισταίν. 2. 7 (ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου, οἱ μαστοὶ νεαρᾶς κόρης, [[εἶναι]] πιθανῶς [[γλώσσημα]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,
A juice of unripe grapes, Dsc.5.5, Gal. 12.902 ; also, oil made from unripe olives, Hp.Acut.(Sp.)65, Mul.2.189, Plin.HN12.130, PTeb.273.33 (ii/iii A.D.). II = ὄμφαξ 11.2, Aristaenet.2.7 (τοῦ στέρνου μῆλα being prob. a gloss).
German (Pape)
[Seite 343] τό, Oel von grünen, unreifen Oliven, Diosc., eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφάκιον: [ᾰ] , τό, ὁ χυμὸς ἀώρων σταφυλῶν, «ὀμφάκιον, ἔστι μὲν χυλὸς ὄμφακος Θασίας σταφυλῆς μήπω περκαζούσης, ἢ Ἀμιναίας» Διοσκ. 5. 6· ὡσαύτως, ἔλαιον λαμβανόμενον ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, Ἱπ. 407. 15, πρβλ. Πλίν. 12. 60.
ΙΙ. = ὄμφαξ ΙΙ. 2, Ἀρισταίν. 2. 7 (ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου, οἱ μαστοὶ νεαρᾶς κόρης, εἶναι πιθανῶς γλώσσημα).