ὄμμα: Difference between revisions
(13_7_2) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] τό (ὀπτω, vgl. [[ὀφθαλμός]]), das <b class="b2">Auge</b>; ὑπαὶ δὲ ἴδεσκε, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, Il. 3, 217; ὄμματα θέλγειν, in Schlaf bringen, bezaubern, Od. 5, 47; [[ὕπνον]] ἐπ' ὄμμασι χεῦε, ib. 492; ὄμματα καὶ κεφαλὴν [[ἴκελος]] Διΐ, an Augen u. Kopf, Il. 2, 478; πάντ' αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ' εἰκυῖα, 23, 66, u. öfter in solchen Vrbdgn, denn die Augen sind der ausdrucksvollste Theil des Gesichts; auch wohl übh. für <b class="b2">Antlitz</b>, Gesicht; bei Hom. u. Hes. stets im plur.; ὀξύτατον [[ὄμμα]], Pind. N. 10, 63; ὄμματι [[δέρκομαι]], 7, 66; ἐν ὄμμασι θέσθαι πίστιν, 8, 43, vor Augen stellen; ὁρᾷς [[θέαμα]] δυσθέατον ὄμμασιν, Aesch. Prom. 69; γοργὸν δ' [[ὄμμα]] ἔχων, Spt. 519; μαλθακὸν ὀμμάτων [[βέλος]], Ag. 722, öfter; auch als schmeichelnde Anrede, ὦ τερπνὸν [[ὄμμα]], Ch. 236 (wohin auch ἰδὼν τὸ ἐρωτικὸν [[ὄμμα]] Plat. Phaedr. 253 e zu rechnen); u. geradezu Umschreibung der Person, πατρῴων ὀμμάτων ἐπισκόπους, 124; ch φίλτατ' [[Αἴας]], ὦ ξύναιμον ὄμμ' [[ἐμοί]], Soph. Ai. 955; Eur. Ion 1261. Auch das Köstlichste bezeichnend, [[ὄμμα]] γὰρ πάσης χθονὸς Θησῇδος ἐξίκοιτ' ἄν, Aesch. Eum. 979; er sagt auch übertr. [[ὄμμα]] γὰρ δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν, Pers. 165, u. so oft bei Folgdn. – In Prosa überall, τῶν ὀμμάτων στερηθείς, Plat. Phaedr. 243 a; ἀλγεῖν τὰ ὄμματα u. ä. – Κελαινῆς νυκτὸς [[ὄμμα]], der Mond, Aesch. Pers. 420, vgl. ἀστ ερωπὸν [[ὄμμα]] Λητῴας κόρης, frg. 159; [[ὄμμα]] ἀκάματον αἰθέρος, Ar. Nubb. 286; auch λύχνου, Lys. 1. – Selten auch = der <b class="b2">Anblick</b>, das Gesehene, ὦ δυσθέατον [[ὄμμα]], Soph. Ai. 983; μή του κηδομένου βροτῶν μηδὲ σύντροφον ὄμμ' ἔχων, Phil. 171; ὡς [[εἶδον]] ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες [[ὄμμα]], El. 891, wo Nichts zu ändern ist; vgl. Trach. 202; [[ὄμμα]] δὸς φίλημά τε, Eur. I. A. 1238. – Uebertr., das Licht Bringende, Freude u. Trost Gewährende, ὡς ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχόν, Soph. Trach. 202, das Aufleuchten einer solchen frohen Botschaft. – Sp. auch von Augen der Pflanzen, Phot. u. Schol. Ar. Equ. 552. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] τό (ὀπτω, vgl. [[ὀφθαλμός]]), das <b class="b2">Auge</b>; ὑπαὶ δὲ ἴδεσκε, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, Il. 3, 217; ὄμματα θέλγειν, in Schlaf bringen, bezaubern, Od. 5, 47; [[ὕπνον]] ἐπ' ὄμμασι χεῦε, ib. 492; ὄμματα καὶ κεφαλὴν [[ἴκελος]] Διΐ, an Augen u. Kopf, Il. 2, 478; πάντ' αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ' εἰκυῖα, 23, 66, u. öfter in solchen Vrbdgn, denn die Augen sind der ausdrucksvollste Theil des Gesichts; auch wohl übh. für <b class="b2">Antlitz</b>, Gesicht; bei Hom. u. Hes. stets im plur.; ὀξύτατον [[ὄμμα]], Pind. N. 10, 63; ὄμματι [[δέρκομαι]], 7, 66; ἐν ὄμμασι θέσθαι πίστιν, 8, 43, vor Augen stellen; ὁρᾷς [[θέαμα]] δυσθέατον ὄμμασιν, Aesch. Prom. 69; γοργὸν δ' [[ὄμμα]] ἔχων, Spt. 519; μαλθακὸν ὀμμάτων [[βέλος]], Ag. 722, öfter; auch als schmeichelnde Anrede, ὦ τερπνὸν [[ὄμμα]], Ch. 236 (wohin auch ἰδὼν τὸ ἐρωτικὸν [[ὄμμα]] Plat. Phaedr. 253 e zu rechnen); u. geradezu Umschreibung der Person, πατρῴων ὀμμάτων ἐπισκόπους, 124; ch φίλτατ' [[Αἴας]], ὦ ξύναιμον ὄμμ' [[ἐμοί]], Soph. Ai. 955; Eur. Ion 1261. Auch das Köstlichste bezeichnend, [[ὄμμα]] γὰρ πάσης χθονὸς Θησῇδος ἐξίκοιτ' ἄν, Aesch. Eum. 979; er sagt auch übertr. [[ὄμμα]] γὰρ δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν, Pers. 165, u. so oft bei Folgdn. – In Prosa überall, τῶν ὀμμάτων στερηθείς, Plat. Phaedr. 243 a; ἀλγεῖν τὰ ὄμματα u. ä. – Κελαινῆς νυκτὸς [[ὄμμα]], der Mond, Aesch. Pers. 420, vgl. ἀστ ερωπὸν [[ὄμμα]] Λητῴας κόρης, frg. 159; [[ὄμμα]] ἀκάματον αἰθέρος, Ar. Nubb. 286; auch λύχνου, Lys. 1. – Selten auch = der <b class="b2">Anblick</b>, das Gesehene, ὦ δυσθέατον [[ὄμμα]], Soph. Ai. 983; μή του κηδομένου βροτῶν μηδὲ σύντροφον ὄμμ' ἔχων, Phil. 171; ὡς [[εἶδον]] ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες [[ὄμμα]], El. 891, wo Nichts zu ändern ist; vgl. Trach. 202; [[ὄμμα]] δὸς φίλημά τε, Eur. I. A. 1238. – Uebertr., das Licht Bringende, Freude u. Trost Gewährende, ὡς ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχόν, Soph. Trach. 202, das Aufleuchten einer solchen frohen Botschaft. – Sp. auch von Augen der Pflanzen, Phot. u. Schol. Ar. Equ. 552. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὄμμα''': τό (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ὄψ Β)· - ὀφθαλμὸς, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (Θουκ. 2. 11, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26)· Ὅμ., ὡς ὁ Ἡσ. χρῆται μόνον τῷ πληθ., κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Ἰλ. Γ. 217· [[ὕπνον]] ἐπ’ ὄμμασι χεῦε Ὀδ. Ε. 492, κτλ.· - ἀλλ’ ἑνικ. παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 118 καὶ τοῖς Τραγ.: - Φράσεις: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα, Λατ. rectis oculis aspicere, βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τινα, «μέσα ’ς τὰ ’μάτια» Σοφ. Ο. Τ. 1385, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30· [[οὕτως]], ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν Σοφ. Ο. Τ. 528, πρβλ. Bentl. εἰς Ὁρατ. ᾨδ. 1. 3, 18· ἀντίθετον τῷ λοξῷ ὄμματι [[ἰδεῖν]]· - [[ὡσαύτως]], ἐγὼ γὰρ οὐκ οἶδ’ ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ’ ἂν [[προσεῖδον]] εἰς Ἅιδου μολών, [[διότι]] δὲν ἠξεύρω, ἐὰν εἶχα τὰ ’μάτια μου, μὲ τί ’μάτια θὰ ἔβλεπον τὸν πατέραν μου [[κάτω]] εἰς τὸν Ἅιδην, Σοφ. Ο. Τ. 1371, πρβλ. Αἰσχίν. 70. 32 [[οὕτως]], ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι Σοφ. Τρ. 241· ποῖον [[ὄμμα]] δηλώσω πατρί; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 462, πρβλ. 977, 1004· τέοισί με χρή ὄμμασι ... φαίνεσθαι; Ἡρόδ. 1. 37· - λαμπρὸς [[ὥσπερ]] ὄμματι, ὡς δύναταί τις νὰ κρίνῃ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἢ τῆς ἐκφράσεώς του, Σοφ. Ο. Τ. 81· - ἄλλοσ’ [[ὄμμα]], θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 272· [[ὄμμα]] [[προσέχω]], δίδω προσοχήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 931· - καὶ γὰρ οὐκ ἐβούλετο ... ἐς σὸν ἐλθεῖν [[ὄμμα]], νὰ παρουσιασθῇ ἐμπρός σου, ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 887· κατ’ ὄμματα, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Σοφ. Ἀντ. 760· ἐλθεῖν κατ’ [[ὄμμα]], [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], κατὰ [[πρόσωπον]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1064· κατ’ [[ὄμμα]] στὰς προσεύχεται θεῷ, στὰς ἐνώπιον τοῦ ἀγάλματος τοῦ θεοῦ προσηύχετο αὐτῷ, [[αὐτόθι]] 1117· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[νύκτωρ]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 469· - κρατιστεύων κατ’ [[ὄμμα]], κατὰ τὴν δύναμιν τοῦ ὁρᾶν, Σοφ. Τρ. 102, πρβλ. 379· - ἀπ’ ὄμματος [[ἰδεῖν]], [[ἰδεῖν]] διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 210· [[πεύθομαι]] δ’ ἀπ’ ὀμμάτων νόστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 988· ὡς ἀπ’ ὀμμάτων (δηλ. εἰκάσαι), «ὡς ἔστιν ἐκ προόψεως τεκμήρασθαι» (Σχόλ.), Λατ. exebtutu, Σοφ. Ο. Κ. 15, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 216· - ἐν ὄμμασι, Λατ. in oculis, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 601, Θουκ. 2. 11· - οὕτω, παρ’ [[ὄμμα]], εἰ δ’ ἦν παρ’ [[ὄμμα]] [[θάνατος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 484· - ἐξ ὀμμάτων, μακρὰν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 743· πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν Ἀριστ. Ποιητ. 17. 1, Ρητ. 2. 8, 14. 2) μεταφορ., τὸ τῆς ψυχῆς [[ὄμμα]] Πλάτ. Πολ. 533D, πρβλ. 519Β. ΙΙ. ὅ, τι τις βλέπει, [[θέαμα]], ὦ δυσθέατον [[ὄμμα]] Σοφ. Αἴ. 1004· ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες [[ὄμμα]] Ἠλ. 903· τὸ ἐρωτικὸν [[ὄμμα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε. ΙΙΙ. ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ὁ [[ἥλιος]], [[ὄμμα]] αἰθέρος Ἀριστοφ. Νεφέλ. 286, πρβλ. Σοφ. Τρ. 101, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 194· - [[οὕτως]], [[ὄμμα]] νυκτός, ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ τὴν σελήνην, ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 4228, ἕως... νυκτὸς ὄμμ’ ἀφείλετο (δηλ. τὴν μάχην, πρβλ. Θουκ. 4. 134), φαίνεται ὅτι σχηματίζει περίφρασιν σημαίνουσαν τὴν νύκτα (ἴδε κατωτ. V), οὕτω καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ι. Τ. 110, [[ὅταν]] δὲ ὄμ. λυγαίας μόλῃ, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς σημαῖνον τὴν σκοτεινὴν νύκτα· πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1, νυκτὸς [[ὄμμα]] τῆς μελαμπέπλου πρβλ. ὀφθαλμὸς ΙΙΙ, [[βλέφαρον]] ΙΙ. ΙV. [[καθόλου]], φῶς· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., ὅ,τι φέρει φῶς, [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Τραγ.· [[ὄμμα]] ξείνοισι, φῶς εἰς τοὺς ξένους, Πινδ. Π. 5. 76· [[ὄμμα]] δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 169· ἄελπτον ὄμμ’ ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε Σοφ. Τρ. 204. 2) κατὰ φυσικὴν μεταφοράν, πᾶν τὸ ἀγαπητὸν ἢ πολύτιμον ὡς ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, [[ὄμμα]] γὰρ πάσης χθονὸς ... ἐξίκοιτ’ ἂν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1025, πρβλ. Πέρσ. 169· ἴδε ὀφθαλμὸς IV, [[φάος]] ΙΙ. V. ὡς [[περίφρασις]] δηλοῦσα ἐκ τοῦ μέρους τὸ ὅλον, ὡς τὸ [[κάρα]], [[ὄμμα]] πελείας, ἀντὶ τοῦ [[πέλεια]], Σοφ. Αἴ. 140· [[ὄμμα]] νύμφας, ἀντὶ [[νύμφα]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 527 ξύναιμον [[ὄμμα]], ἀντὶ ξυναίμων, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 977· ὦ ταυρόμορφον [[ὄμμα]] Κηφισοῦ, ἀντὶ ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, Εὐρ. Ἴων. 1261· ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ καὶ πρβλ. [[ὄνομα]] IV. - Περὶ τῶν συνθέτων ἐκ τοῦ [[ὄμμα]] ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 489-490. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:47, 5 August 2017
English (LSJ)
Aeol. ὄππα Sapph.2.11 : τό :—
A eye, poet. word, rare in Prose (Th.2.11, Pl.Ti.45c, al., X.Cyr.8.7.26, Mem.1.4.6, al., Thphr.Sens. 50, al., Polystr.Herc.346p.81V., BGU713.9 (i A.D.), IG42(1).121.121 (Epid.)) : Hom. and Hes. only use pl., κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217 ; ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε Od.5.492, etc. : sg. in Pi.N.10.63 and Trag. (v. infr.) :—Phrases : ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα look straight at, S.OT1385 ; ἀναβλέψαι ὀρθ. ὄμμ. X.HG7.1.30 ; ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν S.OT528 ; also οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ' ἂν προσεῖδον how I could have looked him in the face, ib.1371, cf. Aeschin.3.121 ; ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι S.Tr.241 ; ποῖον ὄ. πατρὶ δηλώσω ; Id.Aj.462 ; τέοισί με χρὴ ὄμμασι . . φαίνεσθαι; Hdt.1.37 ; λαμπρὸς ὄμματι radiant in look or expression, S.OT81 ; ἄλλοσ' ὄ. θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Id.Tr.272 ; προσέσχον ὄ. turned their eyes on him, E.HF931 ; ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄ. come within sight of thee, Id.Heracl. 887 ; κατ' ὄμματα before one's eyes, S.Ant.760 ; κατ' ὄμμα ἐλθεῖν face to face, E.Andr.1064 ; κατ' ὄμμα στῆναι in full sight, openly, ib.1117 ; opp. νύκτωρ, Id.Ba.469 ; κρατιστεύων κατ' ὄμμα in eye-sight, of the Sun, S.Tr.102 (lyr.) (but λαμπρὰ καὶ κατ' ὄμμα καὶ φύσιν is dub. in 379) ; πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος ἰδέσθαι look kindly on, A.Supp.210 ; πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων νόστον Id.Ag.988(lyr.) ; ὡς ἀπ' ὀμμάτων to judge by the eye, S.OC15, cf. E.Med.216 ; ἐν ὄμμασι before one's eyes, A.Pers.604 ; ἐν τοῖς ὄ. Th.2.11 ; ἐπ' ὀμμάτων E. Supp.1153 (lyr.) ; so παρ' ὄμμα, εἰ δ' ἦν παρ' ὄμμα θάνατος ib.484 ; ἐξ ὀμμάτων out of sight, Id.IA743 ; ἄπειμ' ἐξ ὀ. Phryn.Trag.21 ; πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν, Arist.Po.1455a23, Rh.1386a34 ; πρὸ ὀ. θέσις Polystr.l.c. 2 metaph., τὸ τῆς ψυχῆς ὄ. Pl.R.533d, Iamb.Protr. 21.κδ'. II the eye of heaven, i.e. the sun, ὄ. αἰθέρος Ar.Nu.285, cf. E.IT194 (anap.) ; but ὄ. νυκτός is a periphrasis for night (v. infr. v), ἕως . . νυκτὸς ὄμμ' ἀφείλετο (sc. τὴν μάχην) A.Pers.428 ; ὅταν δὲ νυκτὸς ὄ. λυγαίας μόλῃ the dark night, E.IT110 ; νυκτὸς ὄ. τῆς μελαμπέπλου Alex.89 ; cf. ὀφθαλμός 111, βλέφαρον 11. III generally, light : hence, metaph., that which brings light, ὄμμα ξείνοισι a light to strangers, Pi.P.5.56 ; ὄ. δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν A.Pers. 169 ; ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε S.Tr.203. 2 metaph., anything dear or precious, as the apple of an eye, ὄ. γὰρ πάσης χθονὸς . . ἐξίκοιτ' ἄν A.Eu.1025. IV face or human form, ὦ δυσθέατον ὄ. S.Aj.1004 ; ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες ὄ. Id.El.903 ; τὸ ἐρωτικὸν ὄ. Pl.Phdr.253e : as periphr. of the person, ὄ. πελείας, = πελεία, S.Aj. 140 (anap.) ; ὄ. νύμφας, = νύμφα, Id.Tr.527 (lyr.) ; ξύναιμον ὄ., = ξυναίμων, Id.Aj.977 ; ὦ ταυρόμορφον ὄ. Κηφισοῦ, = ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, E.Ion 1261 ; v. supr. 11 and cf. ὄνομα IV. V ὄ. τυκτόν eye-hole in a helmet, Nonn.D.22.62.
German (Pape)
[Seite 332] τό (ὀπτω, vgl. ὀφθαλμός), das Auge; ὑπαὶ δὲ ἴδεσκε, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, Il. 3, 217; ὄμματα θέλγειν, in Schlaf bringen, bezaubern, Od. 5, 47; ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε, ib. 492; ὄμματα καὶ κεφαλὴν ἴκελος Διΐ, an Augen u. Kopf, Il. 2, 478; πάντ' αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ' εἰκυῖα, 23, 66, u. öfter in solchen Vrbdgn, denn die Augen sind der ausdrucksvollste Theil des Gesichts; auch wohl übh. für Antlitz, Gesicht; bei Hom. u. Hes. stets im plur.; ὀξύτατον ὄμμα, Pind. N. 10, 63; ὄμματι δέρκομαι, 7, 66; ἐν ὄμμασι θέσθαι πίστιν, 8, 43, vor Augen stellen; ὁρᾷς θέαμα δυσθέατον ὄμμασιν, Aesch. Prom. 69; γοργὸν δ' ὄμμα ἔχων, Spt. 519; μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος, Ag. 722, öfter; auch als schmeichelnde Anrede, ὦ τερπνὸν ὄμμα, Ch. 236 (wohin auch ἰδὼν τὸ ἐρωτικὸν ὄμμα Plat. Phaedr. 253 e zu rechnen); u. geradezu Umschreibung der Person, πατρῴων ὀμμάτων ἐπισκόπους, 124; ch φίλτατ' Αἴας, ὦ ξύναιμον ὄμμ' ἐμοί, Soph. Ai. 955; Eur. Ion 1261. Auch das Köstlichste bezeichnend, ὄμμα γὰρ πάσης χθονὸς Θησῇδος ἐξίκοιτ' ἄν, Aesch. Eum. 979; er sagt auch übertr. ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν, Pers. 165, u. so oft bei Folgdn. – In Prosa überall, τῶν ὀμμάτων στερηθείς, Plat. Phaedr. 243 a; ἀλγεῖν τὰ ὄμματα u. ä. – Κελαινῆς νυκτὸς ὄμμα, der Mond, Aesch. Pers. 420, vgl. ἀστ ερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης, frg. 159; ὄμμα ἀκάματον αἰθέρος, Ar. Nubb. 286; auch λύχνου, Lys. 1. – Selten auch = der Anblick, das Gesehene, ὦ δυσθέατον ὄμμα, Soph. Ai. 983; μή του κηδομένου βροτῶν μηδὲ σύντροφον ὄμμ' ἔχων, Phil. 171; ὡς εἶδον ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα, El. 891, wo Nichts zu ändern ist; vgl. Trach. 202; ὄμμα δὸς φίλημά τε, Eur. I. A. 1238. – Uebertr., das Licht Bringende, Freude u. Trost Gewährende, ὡς ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχόν, Soph. Trach. 202, das Aufleuchten einer solchen frohen Botschaft. – Sp. auch von Augen der Pflanzen, Phot. u. Schol. Ar. Equ. 552.
Greek (Liddell-Scott)
ὄμμα: τό (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ὄψ Β)· - ὀφθαλμὸς, συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (Θουκ. 2. 11, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26)· Ὅμ., ὡς ὁ Ἡσ. χρῆται μόνον τῷ πληθ., κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Ἰλ. Γ. 217· ὕπνον ἐπ’ ὄμμασι χεῦε Ὀδ. Ε. 492, κτλ.· - ἀλλ’ ἑνικ. παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 118 καὶ τοῖς Τραγ.: - Φράσεις: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα, Λατ. rectis oculis aspicere, βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν πρός τινα, «μέσα ’ς τὰ ’μάτια» Σοφ. Ο. Τ. 1385, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30· οὕτως, ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν Σοφ. Ο. Τ. 528, πρβλ. Bentl. εἰς Ὁρατ. ᾨδ. 1. 3, 18· ἀντίθετον τῷ λοξῷ ὄμματι ἰδεῖν· - ὡσαύτως, ἐγὼ γὰρ οὐκ οἶδ’ ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ’ ἂν προσεῖδον εἰς Ἅιδου μολών, διότι δὲν ἠξεύρω, ἐὰν εἶχα τὰ ’μάτια μου, μὲ τί ’μάτια θὰ ἔβλεπον τὸν πατέραν μου κάτω εἰς τὸν Ἅιδην, Σοφ. Ο. Τ. 1371, πρβλ. Αἰσχίν. 70. 32 οὕτως, ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι Σοφ. Τρ. 241· ποῖον ὄμμα δηλώσω πατρί; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 462, πρβλ. 977, 1004· τέοισί με χρή ὄμμασι ... φαίνεσθαι; Ἡρόδ. 1. 37· - λαμπρὸς ὥσπερ ὄμματι, ὡς δύναταί τις νὰ κρίνῃ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἢ τῆς ἐκφράσεώς του, Σοφ. Ο. Τ. 81· - ἄλλοσ’ ὄμμα, θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 272· ὄμμα προσέχω, δίδω προσοχήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 931· - καὶ γὰρ οὐκ ἐβούλετο ... ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄμμα, νὰ παρουσιασθῇ ἐμπρός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 887· κατ’ ὄμματα, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Σοφ. Ἀντ. 760· ἐλθεῖν κατ’ ὄμμα, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, κατὰ πρόσωπον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1064· κατ’ ὄμμα στὰς προσεύχεται θεῷ, στὰς ἐνώπιον τοῦ ἀγάλματος τοῦ θεοῦ προσηύχετο αὐτῷ, αὐτόθι 1117· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νύκτωρ, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 469· - κρατιστεύων κατ’ ὄμμα, κατὰ τὴν δύναμιν τοῦ ὁρᾶν, Σοφ. Τρ. 102, πρβλ. 379· - ἀπ’ ὄμματος ἰδεῖν, ἰδεῖν διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 210· πεύθομαι δ’ ἀπ’ ὀμμάτων νόστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 988· ὡς ἀπ’ ὀμμάτων (δηλ. εἰκάσαι), «ὡς ἔστιν ἐκ προόψεως τεκμήρασθαι» (Σχόλ.), Λατ. exebtutu, Σοφ. Ο. Κ. 15, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 216· - ἐν ὄμμασι, Λατ. in oculis, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 601, Θουκ. 2. 11· - οὕτω, παρ’ ὄμμα, εἰ δ’ ἦν παρ’ ὄμμα θάνατος Εὐρ. Ἱκέτ. 484· - ἐξ ὀμμάτων, μακρὰν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 743· πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν Ἀριστ. Ποιητ. 17. 1, Ρητ. 2. 8, 14. 2) μεταφορ., τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Πλάτ. Πολ. 533D, πρβλ. 519Β. ΙΙ. ὅ, τι τις βλέπει, θέαμα, ὦ δυσθέατον ὄμμα Σοφ. Αἴ. 1004· ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες ὄμμα Ἠλ. 903· τὸ ἐρωτικὸν ὄμμα Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε. ΙΙΙ. ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ὁ ἥλιος, ὄμμα αἰθέρος Ἀριστοφ. Νεφέλ. 286, πρβλ. Σοφ. Τρ. 101, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 194· - οὕτως, ὄμμα νυκτός, ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ τὴν σελήνην, ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 4228, ἕως... νυκτὸς ὄμμ’ ἀφείλετο (δηλ. τὴν μάχην, πρβλ. Θουκ. 4. 134), φαίνεται ὅτι σχηματίζει περίφρασιν σημαίνουσαν τὴν νύκτα (ἴδε κατωτ. V), οὕτω καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ι. Τ. 110, ὅταν δὲ ὄμ. λυγαίας μόλῃ, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς σημαῖνον τὴν σκοτεινὴν νύκτα· πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1, νυκτὸς ὄμμα τῆς μελαμπέπλου πρβλ. ὀφθαλμὸς ΙΙΙ, βλέφαρον ΙΙ. ΙV. καθόλου, φῶς· ἐντεῦθεν μεταφορ., ὅ,τι φέρει φῶς, μάλιστα παρὰ τοῖς Τραγ.· ὄμμα ξείνοισι, φῶς εἰς τοὺς ξένους, Πινδ. Π. 5. 76· ὄμμα δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 169· ἄελπτον ὄμμ’ ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε Σοφ. Τρ. 204. 2) κατὰ φυσικὴν μεταφοράν, πᾶν τὸ ἀγαπητὸν ἢ πολύτιμον ὡς ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὄμμα γὰρ πάσης χθονὸς ... ἐξίκοιτ’ ἂν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1025, πρβλ. Πέρσ. 169· ἴδε ὀφθαλμὸς IV, φάος ΙΙ. V. ὡς περίφρασις δηλοῦσα ἐκ τοῦ μέρους τὸ ὅλον, ὡς τὸ κάρα, ὄμμα πελείας, ἀντὶ τοῦ πέλεια, Σοφ. Αἴ. 140· ὄμμα νύμφας, ἀντὶ νύμφα, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 527 ξύναιμον ὄμμα, ἀντὶ ξυναίμων, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 977· ὦ ταυρόμορφον ὄμμα Κηφισοῦ, ἀντὶ ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, Εὐρ. Ἴων. 1261· ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ καὶ πρβλ. ὄνομα IV. - Περὶ τῶν συνθέτων ἐκ τοῦ ὄμμα ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 489-490.