πάρνοψ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(13_2)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0524.png Seite 524]] οπος, ὁ, eine Heuschreckenart; Ar. Ach. 150 Av. 588; Ael. H. A. 5, 19 u. a. Sp.; nach Suid. auch μέλισσαι ἄγριαι, auch κόρνωψ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0524.png Seite 524]] οπος, ὁ, eine Heuschreckenart; Ar. Ach. 150 Av. 588; Ael. H. A. 5, 19 u. a. Sp.; nach Suid. auch μέλισσαι ἄγριαι, auch κόρνωψ.
}}
{{ls
|lstext='''πάρνοψ''': -οπος, ὁ, [[εἶδος]] ἀκρίδος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 150, Ὄρν. 588˙ ὁ Νικοφῶν ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» διακρίνει τὸν πάρνοπα ἀπὸ τῆς ἀκρίδος, 1˙ πρβλ. [[κόρνοψ]] ― [[ἐντεῦθεν]] παρνόπιος [[Ἀπόλλων]], ὁ ἀποτρέπων, ἀπομακρύνων τὰς ἀκρίδας, Παυσ. 1. 24, 8˙ οὕτω προνοπίων, ωνος, καὶ [[θυσία]] συντελεῖται Πορνοπίωνι Ἀπόλλωνι Στράβ. 613˙ [[ὡσαύτως]] ὡς [[ὄνομα]] μηνὸς παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Αἰολεῦσι, [[αὐτόθι]]. ― [[Κατὰ]] Φώτ. «πάρνοπες: ἀττελάβοι οἱ δὲ τὰς Κυπρίας ἀκρίδας οὕτω ἀπέδοσαν», κατὰ δὲ Σουΐδαν: «[[πάρνοψ]] ἀκρίδος [[εἶδος]], οἱ δὲ μελίσσας ἀγρίας; ..., οἱ δὲ κώνωπας.»
}}
}}

Revision as of 10:47, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρνοψ Medium diacritics: πάρνοψ Low diacritics: πάρνοψ Capitals: ΠΑΡΝΟΨ
Transliteration A: párnops Transliteration B: parnops Transliteration C: parnops Beta Code: pa/rnoy

English (LSJ)

οπος, ὁ, a kind of

   A locust, = κόρνοψ, Ar.Ach.150, Av.588, Nicophoi, Gal.UP3.2, Ael.NA6.19 :—hence Παρνόπιος Ἀπόλλων, averter of locusts, Paus. 1.24.8 : also Παρνοπίων, ωνος, ὁ, Str.13.1.64 ; as name of a month among the Aeolians of Asia, ibid. (nisi leg. Πορν-, v. Πορνόπιος).

German (Pape)

[Seite 524] οπος, ὁ, eine Heuschreckenart; Ar. Ach. 150 Av. 588; Ael. H. A. 5, 19 u. a. Sp.; nach Suid. auch μέλισσαι ἄγριαι, auch κόρνωψ.

Greek (Liddell-Scott)

πάρνοψ: -οπος, ὁ, εἶδος ἀκρίδος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 150, Ὄρν. 588˙ ὁ Νικοφῶν ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» διακρίνει τὸν πάρνοπα ἀπὸ τῆς ἀκρίδος, 1˙ πρβλ. κόρνοψ ― ἐντεῦθεν παρνόπιος Ἀπόλλων, ὁ ἀποτρέπων, ἀπομακρύνων τὰς ἀκρίδας, Παυσ. 1. 24, 8˙ οὕτω προνοπίων, ωνος, καὶ θυσία συντελεῖται Πορνοπίωνι Ἀπόλλωνι Στράβ. 613˙ ὡσαύτως ὡς ὄνομα μηνὸς παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Αἰολεῦσι, αὐτόθι. ― Κατὰ Φώτ. «πάρνοπες: ἀττελάβοι οἱ δὲ τὰς Κυπρίας ἀκρίδας οὕτω ἀπέδοσαν», κατὰ δὲ Σουΐδαν: «πάρνοψ ἀκρίδος εἶδος, οἱ δὲ μελίσσας ἀγρίας; ..., οἱ δὲ κώνωπας.»