ἀνήθινος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(c1) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0228.png Seite 228]] von Dill, [[ἄνηθον]], gemacht, [[στέφανος]] Theocr. 7, 63. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0228.png Seite 228]] von Dill, [[ἄνηθον]], gemacht, [[στέφανος]] Theocr. 7, 63. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνήθινος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, [[στέφανος]] (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), [[ἀνήτινος]] ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:57, 5 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A made of dill, στέφανος (in form ἀνήτ-) Theoc. 7.63; οἶνος Dsc.5.65; μύρον Id.1.51, cf. Aret.CA1.2; cf. ἀνήτινος, ἀννήθιον.
German (Pape)
[Seite 228] von Dill, ἄνηθον, gemacht, στέφανος Theocr. 7, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήθινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, στέφανος (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), ἀνήτινος ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.