ἔμψυχος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
(13_6a)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0821.png Seite 821]] 1) beseelt, belebt; Soph. El. 1212; [[νεκρός]] Ant. 1152; noch am Leben, Eur. Alc. 140; von lebenden Wesen; Her. 2, 39, wie Plat. Legg. VI, 782 c, ἐμψύχων πάντων ἀπέχεσθαι u. ἐδωδὴ ἔμ., Pythagoreer; vgl. Ath. IV, 161 a IX, 386 c; καὶ ὑποζύγια καὶ ὅσα ἄλλα ἔμψ. ἴδοιεν Thuc. 7, 29; Ggstz ἄψυχον, Plat. Phaedr. 245 e; auch δυνάμεις, πράξεις, Legg. X, 904 a 906 b; ἐμψυχότατα τῶν ὀστῶν Tim. 74 e. Von der Rede, lebhaft, Luc. Dem. enc. 14; Plat. Auch [[ἄγαλμα]], das zu leben scheint, Mel. 11 (XII, 56). – 2) kalt, Democr. bei Theophr. – Adv., πλαττόμενον ἐμψύχως Plut. an seni 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0821.png Seite 821]] 1) beseelt, belebt; Soph. El. 1212; [[νεκρός]] Ant. 1152; noch am Leben, Eur. Alc. 140; von lebenden Wesen; Her. 2, 39, wie Plat. Legg. VI, 782 c, ἐμψύχων πάντων ἀπέχεσθαι u. ἐδωδὴ ἔμ., Pythagoreer; vgl. Ath. IV, 161 a IX, 386 c; καὶ ὑποζύγια καὶ ὅσα ἄλλα ἔμψ. ἴδοιεν Thuc. 7, 29; Ggstz ἄψυχον, Plat. Phaedr. 245 e; auch δυνάμεις, πράξεις, Legg. X, 904 a 906 b; ἐμψυχότατα τῶν ὀστῶν Tim. 74 e. Von der Rede, lebhaft, Luc. Dem. enc. 14; Plat. Auch [[ἄγαλμα]], das zu leben scheint, Mel. 11 (XII, 56). – 2) kalt, Democr. bei Theophr. – Adv., πλαττόμενον ἐμψύχως Plut. an seni 12.
}}
{{ls
|lstext='''ἔμψῡχος''': -ον, ἔχων ἐν ἑαυτῷ ψυχήν, δηλ. ζωήν, ζῶν, Λατ. animatus, animosus, ἀντίθετον τῷ [[ἄψυχος]], Ἡρόδ. 1. 140 κ. ἀλλ., Σιμωνίδ. 111, Σοφ. Ο. Κ. 1486, Ἀντ. 1167, Εὐρ. Ἄλκ. 140· πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, κ. ἀλλ.· μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον, ἐκ τοῦ Ἐμπεδοκλέους, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 2· ἔμψυχον οὐδὲν ἐσθίει Ἄλεξις ἐν «Ἀτθίδι» 1· πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1. 6: ― ὑπερθ. ὅσα ἐμψυχότατα... ἦν Πλάτ. Τίμ. 74Ε. 2) ἐπὶ λόγου, [[ζωηρός]], [[σθεναρός]], λέξεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 14· [[οὕτως]], ἔμψ. [[ἄγαλμα]] Ἀνθ. Π. 12. 56· [[πάθη]] Λογγῖν. 34. 4: ― Ἐπίρρ. -ως, Πλούτ. 2. 790F. ΙΙ. ὁ ἐνέχων [[ψῦχος]], [[ψυχρός]], Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. π. Αἰσθ. 53 (ἂν καὶ δυνάμεθα νὰ ἀναγνώσωμεν εὐψυχότερος ἐκ τοῦ π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 1). Ὁ Wimmer ἔχει ἐμψυχρότερος.
}}
}}

Revision as of 10:57, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμψῡχος Medium diacritics: ἔμψυχος Low diacritics: έμψυχος Capitals: ΕΜΨΥΧΟΣ
Transliteration A: émpsychos Transliteration B: empsychos Transliteration C: empsychos Beta Code: e)/myuxos

English (LSJ)

ον,

   A having life in one, animate, opp. ἄψυχος, Hdt.1.140, al., Simon. 106.4, S.OC 1486, E.Alc.139, Pl.Phdr.245e, al.; ἔ. νεκρός 'a breathing corpse', S. Ant.1167; γῦπες ἔ. τάφοι Gorg.Fr.5aD.; μὴ κτείνειν τὸ ἔ., of Empedocles, Arist.Rh.1373b14, cf. E.Fr.472.18 (anap.); ἔμψυχον οὐδὲν ἐσθίει Alex.27.2, cf. 220.3; δοῦλος ἔ. ὄργανον Arist.EN1161b4; εἶναι τὸν βασιλέα ἔ. νόμον Ph.2.135, cf. Diotog. ap. Stob.4.7.61; ἔμψυχα, τά, animals, Th.7.29, PGiss.40 ii 22 (iii A. D.): Sup., ὅσα ἐμψυχότατα . . ἦν most full of vital fluid, Pl.Ti.74e.    2 of diction, animated, vivid, λέξεις Arist.Fr.129 Bonitz, cf. Luc.Dem.Enc.14; so ἔ. ἄγαλμα AP12.56 (Mel.); πάθη Longin.34.4: Comp., ἡ ἀληθὴς εὐφημία -οτέρα τῶν Δαιδάλου ἔργων Them.Or.28.342d. Adv. -ως Plu.2.79of: Sup. -ότατα Herm.in Phdr.p.61A.

German (Pape)

[Seite 821] 1) beseelt, belebt; Soph. El. 1212; νεκρός Ant. 1152; noch am Leben, Eur. Alc. 140; von lebenden Wesen; Her. 2, 39, wie Plat. Legg. VI, 782 c, ἐμψύχων πάντων ἀπέχεσθαι u. ἐδωδὴ ἔμ., Pythagoreer; vgl. Ath. IV, 161 a IX, 386 c; καὶ ὑποζύγια καὶ ὅσα ἄλλα ἔμψ. ἴδοιεν Thuc. 7, 29; Ggstz ἄψυχον, Plat. Phaedr. 245 e; auch δυνάμεις, πράξεις, Legg. X, 904 a 906 b; ἐμψυχότατα τῶν ὀστῶν Tim. 74 e. Von der Rede, lebhaft, Luc. Dem. enc. 14; Plat. Auch ἄγαλμα, das zu leben scheint, Mel. 11 (XII, 56). – 2) kalt, Democr. bei Theophr. – Adv., πλαττόμενον ἐμψύχως Plut. an seni 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμψῡχος: -ον, ἔχων ἐν ἑαυτῷ ψυχήν, δηλ. ζωήν, ζῶν, Λατ. animatus, animosus, ἀντίθετον τῷ ἄψυχος, Ἡρόδ. 1. 140 κ. ἀλλ., Σιμωνίδ. 111, Σοφ. Ο. Κ. 1486, Ἀντ. 1167, Εὐρ. Ἄλκ. 140· πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, κ. ἀλλ.· μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον, ἐκ τοῦ Ἐμπεδοκλέους, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 2· ἔμψυχον οὐδὲν ἐσθίει Ἄλεξις ἐν «Ἀτθίδι» 1· πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1. 6: ― ὑπερθ. ὅσα ἐμψυχότατα... ἦν Πλάτ. Τίμ. 74Ε. 2) ἐπὶ λόγου, ζωηρός, σθεναρός, λέξεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 14· οὕτως, ἔμψ. ἄγαλμα Ἀνθ. Π. 12. 56· πάθη Λογγῖν. 34. 4: ― Ἐπίρρ. -ως, Πλούτ. 2. 790F. ΙΙ. ὁ ἐνέχων ψῦχος, ψυχρός, Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. π. Αἰσθ. 53 (ἂν καὶ δυνάμεθα νὰ ἀναγνώσωμεν εὐψυχότερος ἐκ τοῦ π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 1). Ὁ Wimmer ἔχει ἐμψυχρότερος.