στροφάλιγξ: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(13_6a)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] ιγγος, ἡ, Wirbel, κονίης, Staubwirbel, Il. 16, 775. 21, 503 Od. 24, 39; μάχης, Anacr. 13 (VII, 226); – Krümmung, Bug, D. Per. 162. 584; – auch vom Kreislaufe der Gestirne, Arat. 43. – Uebh. alles Kreisförmige, z. B. ein runder Käse, Nic. 697, γάλακτος ξηροῦ; u. dei Orph. Arg. 532 δεσμοῖσιν ὠκείης στροφάλιγγος ἀρηρότες ἐσφίγγοντο κάλωες. umschlingendes Band. – Auch dasjenige, um das sich etwas Anderes dreht, wie dic Thürangel, die Wagenachse.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] ιγγος, ἡ, Wirbel, κονίης, Staubwirbel, Il. 16, 775. 21, 503 Od. 24, 39; μάχης, Anacr. 13 (VII, 226); – Krümmung, Bug, D. Per. 162. 584; – auch vom Kreislaufe der Gestirne, Arat. 43. – Uebh. alles Kreisförmige, z. B. ein runder Käse, Nic. 697, γάλακτος ξηροῦ; u. dei Orph. Arg. 532 δεσμοῖσιν ὠκείης στροφάλιγγος ἀρηρότες ἐσφίγγοντο κάλωες. umschlingendes Band. – Auch dasjenige, um das sich etwas Anderes dreht, wie dic Thürangel, die Wagenachse.
}}
{{ls
|lstext='''στροφάλιγξ''': [ᾰ], -ιγγος, ἡ, ([[στρέφω]], [[στροφαλίζω]])· - [[δίνη]], [[περιστροφή]], [[μετὰ]] στροφάλιγγι κονίης Ἰλ. Π. 775, Φ. 505, Ὀδ. Ω. 39· ἀελλάων Ὀππ. Ἁλ. 1. 446· καπνοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 140· ἐπὶ ὕδατος ἐντὸς ἀντλήματος, [[αὐτόθι]] Γ. 759· - με αφορ., στρ. μάχης Ἀνθ. Π. 7. 226. ΙΙΙ. [[καμπή]], Διον. Π. 162, 584· [[ὡσαύτως]], ἡ τροχιὰ ἀστέρος, Ἄρατ. 443. ΙΙΙ. [[πρᾶγμα]] ἔχον στρογγύλον [[σχῆμα]], π.χ. [[τυρός]], Νικ. Θηρ. 697. IV. ὡς τὸ [[στρόφιγξ]], [[πρᾶγμα]], ἐφ’ οὗ στρέφεταί τι, Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Κραμήρ. ἐν Ἀνεκδ. Παρ. 4. 385, Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 10:58, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφάλιγξ Medium diacritics: στροφάλιγξ Low diacritics: στροφάλιγξ Capitals: ΣΤΡΟΦΑΛΙΓΞ
Transliteration A: strophálinx Transliteration B: strophalinx Transliteration C: strofaligks Beta Code: strofa/ligc

English (LSJ)

[ᾰ], ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω)

   A whirl, eddy, ἐν στροφάλιγγι κονίης Il.16.775, Od.24.39; μετὰ σ. κ. Il.21.503; ἀελλάων Opp.H.1.446; καπνοῖο A.R.4.140; of water in a bucket, Id.3.759; of an earthquake, Q.S.3.64: metaph., σ. μάχης AP7.226 (= Anacr. 100); ἄοκνος σ., of existence, Dam.Pr.148.    II curve, bend, D.P. 162,584, Q.S.8.236; orbit of a heavenly body, Arat.43, Orph.Fr. 236; of the bowels, Androm. ap. Gal.14.34.    III anything of a round shape, e.g. a cheese, Nic.Th.697.    IV = στρόφιγξ, pivot, hinge, Epigr. in An.Par.4.385.

German (Pape)

[Seite 956] ιγγος, ἡ, Wirbel, κονίης, Staubwirbel, Il. 16, 775. 21, 503 Od. 24, 39; μάχης, Anacr. 13 (VII, 226); – Krümmung, Bug, D. Per. 162. 584; – auch vom Kreislaufe der Gestirne, Arat. 43. – Uebh. alles Kreisförmige, z. B. ein runder Käse, Nic. 697, γάλακτος ξηροῦ; u. dei Orph. Arg. 532 δεσμοῖσιν ὠκείης στροφάλιγγος ἀρηρότες ἐσφίγγοντο κάλωες. umschlingendes Band. – Auch dasjenige, um das sich etwas Anderes dreht, wie dic Thürangel, die Wagenachse.

Greek (Liddell-Scott)

στροφάλιγξ: [ᾰ], -ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω)· - δίνη, περιστροφή, μετὰ στροφάλιγγι κονίης Ἰλ. Π. 775, Φ. 505, Ὀδ. Ω. 39· ἀελλάων Ὀππ. Ἁλ. 1. 446· καπνοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 140· ἐπὶ ὕδατος ἐντὸς ἀντλήματος, αὐτόθι Γ. 759· - με αφορ., στρ. μάχης Ἀνθ. Π. 7. 226. ΙΙΙ. καμπή, Διον. Π. 162, 584· ὡσαύτως, ἡ τροχιὰ ἀστέρος, Ἄρατ. 443. ΙΙΙ. πρᾶγμα ἔχον στρογγύλον σχῆμα, π.χ. τυρός, Νικ. Θηρ. 697. IV. ὡς τὸ στρόφιγξ, πρᾶγμα, ἐφ’ οὗ στρέφεταί τι, Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Κραμήρ. ἐν Ἀνεκδ. Παρ. 4. 385, Ἡσύχ.