ἀγαλλιάω: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(13_3) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0007.png Seite 7]] ([[ἀγάλλω]]), sich freuen, jauchzen, Luc. 1, 47; LXX. – Häufiger im med., N. T., neben χαίρειν Matth. 5, 12; aor. ἠγαλλιάσατο Act. 16, 34; ἀγαλλιαθῆναι Ioh. 5, 35. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0007.png Seite 7]] ([[ἀγάλλω]]), sich freuen, jauchzen, Luc. 1, 47; LXX. – Häufiger im med., N. T., neben χαίρειν Matth. 5, 12; aor. ἠγαλλιάσατο Act. 16, 34; ἀγαλλιαθῆναι Ioh. 5, 35. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀγαλλιάω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἀγάλλομαι - [[χαίρω]] καθ’ ὑπερβολήν. Ἀποκάλ. ιθ΄, 7, (ἄλλη γραφ. ἀγγαλλιώμεθα): ἠγαλλίᾱσα, Εὐαγ. Λουκ. α΄, 47: - συνηθέστερον ὡς ἀποθ. [[ἀγαλλιάομαι]] ἢ ἀγαλλιάζομαι, Π. Δ.: μέλλ. -άσομαι αὐτ.: ἀόρ. ἠγαλλιᾱσάμην, Ψαλμ. ιε΄, 9, Εὐαγ. Ἰω. η΄, 56. Ὡσαύτως ἠγαλλιάσθην, Εὐαγ. Ἰω. ε΄, 35. - Ἀλλὰ καὶ αὕτη τῶν λέξεων ἡ οἰκογένεια φαίνεται ὅτι ἦτο ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ κακῷ, ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται· ἀγαλμός, [[λοιδορία]]· ἀγάλλιος, [[λοίδορος]], Ἡσύχ. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 7, 8· ἔν τινι, ἐπί τινι. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 5 August 2017
English (LSJ)
late form of ἀγάλλομαι,
A rejoice exceedingly, Apoc.19.7 (v.l. ἀγαλλιώμεθα) ; ἠγαλλίᾱσα Ev.Luc.1.47, cf. POxy.1592.4 (iii/iv A.D.):—more common as Dep. ἀγαλλιάομαι, LXX Is.12.6, al.: fut. -άσομαι Ps.5.11: aor. ἠγαλλιᾱσάμην Ps.15(16).2, Ev.Jo.8.56; ἠγαλλιάσθην ib.5.35.—This family of words seems also to have been used in malam partem, ἀγαλλιάζει· λοιδορεῖται, ἀγάλλιος· λοίδορος, ἀγαλμός· λοιδορία, Hsch., cf. EM7.8.
German (Pape)
[Seite 7] (ἀγάλλω), sich freuen, jauchzen, Luc. 1, 47; LXX. – Häufiger im med., N. T., neben χαίρειν Matth. 5, 12; aor. ἠγαλλιάσατο Act. 16, 34; ἀγαλλιαθῆναι Ioh. 5, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαλλιάω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἀγάλλομαι - χαίρω καθ’ ὑπερβολήν. Ἀποκάλ. ιθ΄, 7, (ἄλλη γραφ. ἀγγαλλιώμεθα): ἠγαλλίᾱσα, Εὐαγ. Λουκ. α΄, 47: - συνηθέστερον ὡς ἀποθ. ἀγαλλιάομαι ἢ ἀγαλλιάζομαι, Π. Δ.: μέλλ. -άσομαι αὐτ.: ἀόρ. ἠγαλλιᾱσάμην, Ψαλμ. ιε΄, 9, Εὐαγ. Ἰω. η΄, 56. Ὡσαύτως ἠγαλλιάσθην, Εὐαγ. Ἰω. ε΄, 35. - Ἀλλὰ καὶ αὕτη τῶν λέξεων ἡ οἰκογένεια φαίνεται ὅτι ἦτο ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ κακῷ, ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται· ἀγαλμός, λοιδορία· ἀγάλλιος, λοίδορος, Ἡσύχ. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 7, 8· ἔν τινι, ἐπί τινι.