καρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
(13_3) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1332.png Seite 1332]] betäubend, in tiefen Schlaf bringend; ὁ [[οἶνος]] [[καρηβαρικός]], ὁ δὲ κριθινὸς [[καρωτικός]] Ath. I, 34 b; Schlagfluß verursachend, αἱ καρωτικαὶ ἀρτηρίαι, = [[καρωτίδες]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1332.png Seite 1332]] betäubend, in tiefen Schlaf bringend; ὁ [[οἶνος]] [[καρηβαρικός]], ὁ δὲ κριθινὸς [[καρωτικός]] Ath. I, 34 b; Schlagfluß verursachend, αἱ καρωτικαὶ ἀρτηρίαι, = [[καρωτίδες]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰρωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων κάρωσιν, νυσταγμόν, νάρκην, καρωτικὸς ὁ [[κρίθινος]] (δηλ. [[οἶνος]]) Ἀριστ. Ἀποσπ. 101· κ. φάρμακα Γαλην. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:01, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A stupefying, soporific, κ. ὁ κρίθινος Arist.Fr.106, cf. Dsc.4.64; κ. φάρμακα Gal.10.817; δυνάμεις, ἐπιβροχαί, Id.11.711, 14.733, cf. Porph.Abst.1.27.
German (Pape)
[Seite 1332] betäubend, in tiefen Schlaf bringend; ὁ οἶνος καρηβαρικός, ὁ δὲ κριθινὸς καρωτικός Ath. I, 34 b; Schlagfluß verursachend, αἱ καρωτικαὶ ἀρτηρίαι, = καρωτίδες.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων κάρωσιν, νυσταγμόν, νάρκην, καρωτικὸς ὁ κρίθινος (δηλ. οἶνος) Ἀριστ. Ἀποσπ. 101· κ. φάρμακα Γαλην.