προσσυμβάλλομαι: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(c1) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] (s. [[βάλλω]]), mit dazu beitragen, v. l. zum Vor. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] (s. [[βάλλω]]), mit dazu beitragen, v. l. zum Vor. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσσυμβάλλομαι''': συμβάλλομαι, [[συνεισφέρω]] [[προσέτι]] ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ [[νῆες]], ὁ [[στόλος]] συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν ([[ἔνθα]] αἱ [[νῆες]] = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:09, 5 August 2017
English (LSJ)
Med.,
A contribute to besides or at the same time, abs., Hp.Fract.27; πρός τι Id.Art.30; cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 780] (s. βάλλω), mit dazu beitragen, v. l. zum Vor.
Greek (Liddell-Scott)
προσσυμβάλλομαι: συμβάλλομαι, συνεισφέρω προσέτι ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· πρός τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ νῆες, ὁ στόλος συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν (ἔνθα αἱ νῆες = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.