φιλοκαλέω: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(13_3) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] 1) Freund des Schönen, Edlen sein, Thuc. 2, 40. – 2) sich eine Ehre woraus machen und deshalb darnach streben; c. inf., Plut. Alex. 35; D. Sic. 1, 66. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] 1) Freund des Schönen, Edlen sein, Thuc. 2, 40. – 2) sich eine Ehre woraus machen und deshalb darnach streben; c. inf., Plut. Alex. 35; D. Sic. 1, 66. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φῐλοκᾰλέω''': εἶμαι φίλος τοῦ καλοῦ, τοῦ ὡραίου, καταγίνομαι εἰς τὰς καλάς, τὰς ὡραίας τέχνας, Θουκ. 2. 40· προσπαθῶ νὰ κάμω καλὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1044D· φ. [[περί]] τι Ἰώσηπ. κ. Ἀπ. 1. 12, πρβλ. Στράβ. 640· [[ὡσαύτως]], φιλ. τι Διόδ. 20. 37. 2) ὡς τὸ [[φιλοτιμέομαι]], μετ’ ἀπαρεμφ., Πλουτ. Ἀλέξ. 25· εἴς τι Διόδ. 1. 66. 3) [[ἐξεργάζομαι]], [[καλλύνω]], [[καθαρίζω]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[τολύπευμα]], Ἡσύχ. ἐν λ. κορῶν, Ἐτυμ. Μέγ. 761. 50, Σχόλ. εἰς Δημ. 313. 12. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 5 August 2017
English (LSJ)
A love the beautiful, Th.2.40; φιλοκαλεῖν τὴν φύσιν . . εἰκός ἐστι Chrysipp.Stoic.2.334. 2 to be enthusiastic, esp. for the beautiful or the good, περὶ τὰς εὐωχίας λαμπρυνόμενοι Str.14.1.20; εἰς ταύτην τὴν ἐπιβολήν this project (sc. of a beautiful tomb), D.S.1.66, cf. 13.90; περὶ παιδοτροφίαν J.Ap.1.12; περὶ τὴν τῶν λόγων ἐμπειρίαν D.Chr.18.1: c. inf., φ. Ἑλληνικαῖς φυτείαις διακοσμῆσαι τὰ βασίλεια Plu.Alex.35. 3 beautify, elaborate, τὰ περὶ τὴν ἐκφορὰν βασιλικῶς D.S.20.37; τοῖς πλούτοις πεφιλοκαληκότων [τὰς κτήσεις] πρὸς ἀπόλαυσιν ib.8; in literary style, study effect, Philostr.VS2.4.2. 4 Arithm., elaborate, work out a calculation, ὡς ἔνεστί τινα δι' ἑαυτοῦ φιλοκαλήσαντα κατανοῆσαι Iamb. in Nic.p.110 P., cf. p.98 P. 5 repair, put in good order, φ. καὶ βελτιοῦν PLond.3.1044.22 (vi A. D.): —Pass., of a church, Palestine Dept. of Antiquities Quarterly 3.97 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 1280] 1) Freund des Schönen, Edlen sein, Thuc. 2, 40. – 2) sich eine Ehre woraus machen und deshalb darnach streben; c. inf., Plut. Alex. 35; D. Sic. 1, 66.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκᾰλέω: εἶμαι φίλος τοῦ καλοῦ, τοῦ ὡραίου, καταγίνομαι εἰς τὰς καλάς, τὰς ὡραίας τέχνας, Θουκ. 2. 40· προσπαθῶ νὰ κάμω καλὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1044D· φ. περί τι Ἰώσηπ. κ. Ἀπ. 1. 12, πρβλ. Στράβ. 640· ὡσαύτως, φιλ. τι Διόδ. 20. 37. 2) ὡς τὸ φιλοτιμέομαι, μετ’ ἀπαρεμφ., Πλουτ. Ἀλέξ. 25· εἴς τι Διόδ. 1. 66. 3) ἐξεργάζομαι, καλλύνω, καθαρίζω, Σουΐδ. ἐν λέξ. τολύπευμα, Ἡσύχ. ἐν λ. κορῶν, Ἐτυμ. Μέγ. 761. 50, Σχόλ. εἰς Δημ. 313. 12.