κροκόττας: Difference between revisions

From LSJ

μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη → has our idea of justice in any way lost the edge

Source
(13_2)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1512.png Seite 1512]] ὁ, ein Thier in Indien, wahrscheinlich eine Hyänenart, Hesych.; vgl. D. Sic. 3, 35, Ael. H. A. 7, 22; crocota u. crocuta der Römer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1512.png Seite 1512]] ὁ, ein Thier in Indien, wahrscheinlich eine Hyänenart, Hesych.; vgl. D. Sic. 3, 35, Ael. H. A. 7, 22; crocota u. crocuta der Römer.
}}
{{ls
|lstext='''κροκόττας''': -ου, ὁ, ζῷόν τι Ἰνδικὸν ἄγριον νομιζόμενον ὅτι προέρχεται ἐκ μίξεως κυνὸς καὶ λύκου, Λατ. crocotta, crocuta, [[ἴσως]] πράγματι ἡ [[ὕαινα]], Bähr. εἰς Κτησ. σ. 343, Συλλ. Ἐπιγρ. 6131b· [[ὡσαύτως]] κροκούττας, Στράβ. 775· κοροκόττα Αἰλ. π. Ζ. 7. 22. [[κοροκότας]] Δίων Κ. 76. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κροκόττας]]· ζῷόν τι τετράπουν Αἰθιοπικόν».
}}
}}

Revision as of 11:11, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκόττας Medium diacritics: κροκόττας Low diacritics: κροκόττας Capitals: ΚΡΟΚΟΤΤΑΣ
Transliteration A: krokóttas Transliteration B: krokottas Transliteration C: krokottas Beta Code: kroko/ttas

English (LSJ)

α, ὁ, an Indian wild beast, supposed to be a hybrid between wolf and dog, perh.really the

   A hyena, Ctes.Fr.87, Agatharch. 77, Peripl.M.Rubr.50, IG14.1302 (Praeneste): κροκούττας Str.16.4.16: κοροκόττας Ael.NA7.22, Porph.Abst.3.4, Plin.HN8.107: κοροκότας D.C.76.1.

German (Pape)

[Seite 1512] ὁ, ein Thier in Indien, wahrscheinlich eine Hyänenart, Hesych.; vgl. D. Sic. 3, 35, Ael. H. A. 7, 22; crocota u. crocuta der Römer.

Greek (Liddell-Scott)

κροκόττας: -ου, ὁ, ζῷόν τι Ἰνδικὸν ἄγριον νομιζόμενον ὅτι προέρχεται ἐκ μίξεως κυνὸς καὶ λύκου, Λατ. crocotta, crocuta, ἴσως πράγματι ἡ ὕαινα, Bähr. εἰς Κτησ. σ. 343, Συλλ. Ἐπιγρ. 6131b· ὡσαύτως κροκούττας, Στράβ. 775· κοροκόττα Αἰλ. π. Ζ. 7. 22. κοροκότας Δίων Κ. 76. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κροκόττας· ζῷόν τι τετράπουν Αἰθιοπικόν».