ἰσημερινός: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(13_2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] zur Tag- u. Nachtgleiche gehörig, äquinoctialisch; [[δυσμή]], [[ἀνατολή]], Arist. Meteorl. 2, 6; Plut.; ὁ ἰσ., der Aequator, Ptolem.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] zur Tag- u. Nachtgleiche gehörig, äquinoctialisch; [[δυσμή]], [[ἀνατολή]], Arist. Meteorl. 2, 6; Plut.; ὁ ἰσ., der Aequator, Ptolem.
}}
{{ls
|lstext='''ἰσημερινός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἰσημερίαν, [[ἀνατολή]], δυσμὴ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3, κ. ἀλλ., Στράβ. 71· πυρὸς [[ἰσημερινός]], [[σῖτος]] σπειρόμενος κατὰ τὴν ἰσημερίαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 11, 4· ὁ ἰσ. [[κύκλος]], ὁ [[κύκλος]] τῆς σφαίρας ὁ ἀπέχων ἐξ ἴσου ἀπὸ τῶν δύο πόλων, Πλούτ. 2. 429F, κτλ.· ὁ ἰσημ. (δηλ. [[κύκλος]]) Πτολ.· ἰσ. χρόνοι, αἱ μοῖραι τοῦ ἰσημερινοῦ, ὁ αὐτ.
}}
}}

Revision as of 11:15, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσημερινός Medium diacritics: ἰσημερινός Low diacritics: ισημερινός Capitals: ΙΣΗΜΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: isēmerinós Transliteration B: isēmerinos Transliteration C: isimerinos Beta Code: i)shmerino/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A equinoctial, ἀνατολή, δυσμή, Arist.Mete.363a34,b1, cf. Str.2.1.11; σκιά Hipparch.1.3.6, cf. Str.2.1.20; ζῴδιον Ptol.Tetr.31; ὧραι standard hours (opp. καιρικός, q.v.), each = 1/24 of the νυχθήμερον, Hipparch.1.1.10, Ptol.Alm.2.9, Gal.10.479, etc.; πυρὸς ἰ. wheat sown at that time, Thphr.CP4.11.4; ὁ ἰ. κύκλος celestial equator, Arist.Mete.345a3, Euc.Phaen.p.4M., Plu.2.429f, etc.; ὁ ἰ. (sc. κύκλος), Hipparch.1.10.22, Str.1.1.21, etc.; ἁψίς Jul.Or.5.168c; ἰ. χρόνοι time-degrees [each = 4 time-minutes] of the equator, Ptol. Alm.1.16.

German (Pape)

[Seite 1263] zur Tag- u. Nachtgleiche gehörig, äquinoctialisch; δυσμή, ἀνατολή, Arist. Meteorl. 2, 6; Plut.; ὁ ἰσ., der Aequator, Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσημερινός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἰσημερίαν, ἀνατολή, δυσμὴ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3, κ. ἀλλ., Στράβ. 71· πυρὸς ἰσημερινός, σῖτος σπειρόμενος κατὰ τὴν ἰσημερίαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 11, 4· ὁ ἰσ. κύκλος, ὁ κύκλος τῆς σφαίρας ὁ ἀπέχων ἐξ ἴσου ἀπὸ τῶν δύο πόλων, Πλούτ. 2. 429F, κτλ.· ὁ ἰσημ. (δηλ. κύκλος) Πτολ.· ἰσ. χρόνοι, αἱ μοῖραι τοῦ ἰσημερινοῦ, ὁ αὐτ.