κακόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(c2) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] mit unangenehmer, rauher Stimme, mißtönend, Rhett., Schol. Ar. Equ. 248. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] mit unangenehmer, rauher Stimme, mißtönend, Rhett., Schol. Ar. Equ. 248. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κακόφωνος''': -ον, κακῶς ἠχῶν, μὴ ἀπηχῶν, τὰ ξηρὰ κακόφωνα Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 40· ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· τὸ κακόφωνον = [[κακοφωνία]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 248. - πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[δυσκέλαδος]], «[[κακοκέλαδος]], καὶ οἰονεὶ [[κακόφωνος]]» Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 194. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A ill-sounding, not producing agreeable sounds, τὰ ξηρὰ κ. Arist.Aud.802b23; with a bad voice, τραγῳδός D.T.631.21, Phlp.in de An.533.32; opp. εὔφωνος, Phld.Po. Herc.994Fr.11; of words, cacophonous, D.H.Comp.12, cf. 16 (Sup.), D.T.631.20; τὸ κ., = κακοφωνία, Sch.Ar.Eq.248.
German (Pape)
[Seite 1305] mit unangenehmer, rauher Stimme, mißtönend, Rhett., Schol. Ar. Equ. 248.
Greek (Liddell-Scott)
κακόφωνος: -ον, κακῶς ἠχῶν, μὴ ἀπηχῶν, τὰ ξηρὰ κακόφωνα Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 40· ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· τὸ κακόφωνον = κακοφωνία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 248. - πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ δυσκέλαδος, «κακοκέλαδος, καὶ οἰονεὶ κακόφωνος» Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 194.