ψευδομαρτυρία: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(13_5) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1394.png Seite 1394]] ἡ, falsches Zeugniß; ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος, Einen als falschen Zeugen verurtheilen, Is. frg. 1, 6; ψευδομαρτυριῶν ἁλῶναι Andoc. 1, 7; Lys. 10, 25; Is. 5, 12. 13; ψευδομαρτυριῶν δίκην εἵλομεν 3, 4, vgl. 11, 15; ψευδομαρτυριῶν διώκων Dem. 24, 131, vgl. 29, 13, u. öfter in dieser Rede; ψευδομαρτυριῶν [[διάκρισις]] Plat. Legg. XI, 937 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1394.png Seite 1394]] ἡ, falsches Zeugniß; ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος, Einen als falschen Zeugen verurtheilen, Is. frg. 1, 6; ψευδομαρτυριῶν ἁλῶναι Andoc. 1, 7; Lys. 10, 25; Is. 5, 12. 13; ψευδομαρτυριῶν δίκην εἵλομεν 3, 4, vgl. 11, 15; ψευδομαρτυριῶν διώκων Dem. 24, 131, vgl. 29, 13, u. öfter in dieser Rede; ψευδομαρτυριῶν [[διάκρισις]] Plat. Legg. XI, 937 b. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψευδομαρτῠρία''': ἡ [[ψευδὴς]] [[μαρτυρία]], Δημ 1033. 1· ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος Ἰσαίου Ἀποσπ. 1. 7· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ γεν. πληθ. ψευδομαρτυριῶν [[διάκρισις]] Πλάτ. Νόμ. 937Β· -ιῶν [[δίκη]] Ἰσαῖος 38. 15, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 11· -ιῶν [[ἑλεῖν]] τινα, καταδικάζειν τινὰ ἐπὶ [[ψευδομαρτυρία]], καὶ ἀλῶναι, καταδικάζεσθαι ὡς ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Ἰσαῖ. 52. 32, Ἀνδοκ. 2. 4. Λυσίας 118, 18· [[ὀφλεῖν]] Ἀνδοκ. 10. 23· -ιῶν ἐπισκήπτεσθαί τινι, ἐγκαλεῖν τινα ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Δημ. 846. ἐν τέλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:19, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A false witness, D.41.16 codd.; ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος Is.12.6 codd.: ἐν ψευδομαρτυρίαις D.57.53 codd.: but mostly in gen. pl., ψευδομαρτυριῶν διάκρισις Pl. Lg.937b; -ιῶν δίκη Is.3.6; κρίσεις Arist.Pol.1263b21; -ιῶν ἑλεῖν τινα to convict, and ἁλῶναι to be convicted, of perjury, Is.5.15, And. 1.7, Lys.10.25, Aeschin.1.85; ὀφλεῖν And.1.74; -ιῶν ἐπισκήψασθαί τινι make allegation of perjury against one, D.29.7; etc. (This form is perh. always corrupt in codd. of classical authors; -ίων (gen. pl. neut., cf. sq.) shd. prob. be read for -ιῶν, and may be restored for -ίαν in D.41.16, Is.12.6; so -ίοις for -ίαις in D.57.53: των ψευδομαρτυριων is unaccented in Pap. of Hyp.Phil.12: ψευδομαρτυρια[ν is an uncertain restoration in IG5(2).357.3 (Stymphalus, iii B.C.); but the fem. form existed later, Ev.Matt.15.19, 26.59.)
German (Pape)
[Seite 1394] ἡ, falsches Zeugniß; ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος, Einen als falschen Zeugen verurtheilen, Is. frg. 1, 6; ψευδομαρτυριῶν ἁλῶναι Andoc. 1, 7; Lys. 10, 25; Is. 5, 12. 13; ψευδομαρτυριῶν δίκην εἵλομεν 3, 4, vgl. 11, 15; ψευδομαρτυριῶν διώκων Dem. 24, 131, vgl. 29, 13, u. öfter in dieser Rede; ψευδομαρτυριῶν διάκρισις Plat. Legg. XI, 937 b.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδομαρτῠρία: ἡ ψευδὴς μαρτυρία, Δημ 1033. 1· ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος Ἰσαίου Ἀποσπ. 1. 7· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ γεν. πληθ. ψευδομαρτυριῶν διάκρισις Πλάτ. Νόμ. 937Β· -ιῶν δίκη Ἰσαῖος 38. 15, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 11· -ιῶν ἑλεῖν τινα, καταδικάζειν τινὰ ἐπὶ ψευδομαρτυρία, καὶ ἀλῶναι, καταδικάζεσθαι ὡς ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Ἰσαῖ. 52. 32, Ἀνδοκ. 2. 4. Λυσίας 118, 18· ὀφλεῖν Ἀνδοκ. 10. 23· -ιῶν ἐπισκήπτεσθαί τινι, ἐγκαλεῖν τινα ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Δημ. 846. ἐν τέλ.