ἐμπίμπλημι: Difference between revisions
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
(c1) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] u. [[ἐμπίμπρημι]], s. [[ἐμπίπλημι]] u. [[ἐμπίπρημι]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] u. [[ἐμπίμπρημι]], s. [[ἐμπίπλημι]] u. [[ἐμπίπρημι]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐμπίμπλημι''': -[[πίμπρημι]], ἴδε [[ἐμπίπλημι]], -πίπρημι. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:19, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion.2sg.pres.
A ἐμπιπλεῖς Hp.Morb.2.14, part. -πιπλῶν ib.12; 3sg. ἐμπιπλέει Hdt.7.39 (with vv.ll. -πιπλεῖ, -πιπλᾷ): 1sg. impf. ἐνεπίμπλων D.C.68.31: fut. -πλήσω Pl.Lg.875c: aor. ἐνέπλησα, Ep.subj. ἐνιπλήσῃς Od.19.117: pf. ἐμπέπληκα (v. infr.):—fill quite full, ἐν ὦν ἔπλησαν τοῦ νεκροῦ τὴν κοιλίην Hdt.2.87; τὸ πεδίον, τὴν ὁδόν, X. HG7.1.20, 2.4.11. 2 c. gen., fill full of a thing, ἐμπίπληθι ῥέεθρα ὕδατος Il.21.311, etc.; δέπας ὕδατος Od.9.209; [ἵππον] ἀνδρῶν ἐμπλήσας 8.495; μὴ . . θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων 19.117; ἐ. [τὰ θυλάκια] τῆς ψάμμου Hdt.3.105, cf.4.72, 5.114; τοὺς κοφίνους . . ἐμπίμπλη (imper.) πτερῶν Ar.Av.1310; ἐ. ἵππων τὸν ἱππόδρομον X.Eq.Mag.3.10: metaph., τὴν ψυχὴν ἔρωτος Pl.Phdr.255d; τινὰ ἐλπίδων κενῶν Aeschin. 1.171. 3 fill a hungry man with food, Od.17.503. b metaph., ἐ. τινὰ μύθων E.Hel.769; τοῦ πολεμεῖν Isoc.9.63; ἐκκεκώφωκε τὰ ὦτα καὶ ἐμπέπληκε Δύσιδος Pl.Ly.204c; ἐρώτων . . ἐμπίμπλησιν ἡμᾶς Id.Phd.66c; ἐμπιμπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην X.An.1.7.8. 4 satiate, τὴν ἀναιδῆ γνώμην αὑτοῦ D.21.91; ἵμερον A.R.4.429; ἕως νυκτὸς ἀλλήλους Longus2.38. 5 fulfil, accomplish, τὴν αὑτοῦ μοῖραν Pl.Lg. 959c. II Med. (with aor. Pass.), ἐμπίμπλαμαι E.Ion925; ἐμπιμπλάμενος Cratin.142, Pherecr.80, Epicur.Nat.117G.: impf. ἐνεπιμπλάμην X.An.7.7.46, Aeschin.3.230, etc.: later 3pl. ἐνεπιμπλῶντο D.S.34/5.2.29:—fill for oneself or what is one's own, ἐμπλήσατο νηδύν Od.9.296; μένεος ἐμπλήσατο θυμόν he filled his heart with rage, Il.22.312; θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ ib.504; τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐ. Hdt.5.12. 2 abs., eat oneself full, eat one's fill, ἐνιπλησθῆναι ἀνώγει Od.7.221, cf. Hdt.8.117, Ar.V.911, X.Mem.1.3.6, etc.: metaph., ἐπειδὴ τάχιστα ἐνέπληντο (ἐνεπέπληντο codd.) Lys.28.6. III Pass., aor.1 ἐνεπλήσθην (v. infr.): aor. 2 ἐνεπλήμην Ar.V.911,1304, prob. in Lys. 28.6; opt. ἐμπλῄμην (v. infr.): plpf. ἐνεπεπλήμην f.l. in Lys. l.c., late ἐμπέπληστο Max.Tyr.18.7; ἐνέπλησθεν δέ οἱ . . αἵματος ὀφθαλμοί Il.16.348; δακρύων τὰ ὄμματα X.Cyr.5.5.10; ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί Od.8.16; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων Il.21.607; ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν Ar.V.1304; φακῆς ἐμπλήμενος ib.984, cf.Ec.56: metaph., υἷος ἐνιπλησθῆναι . . ὀφθαλμοῖσιν to take my fill of my son with my eyes, i.e. to sate myself with looking on him, Od.11.452; ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος Ar.V.424; πλεονεξίας ἐμπίμπλασθαι Pl.Criti.121b. 2 c. dat., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐ. to be filled with... Hdt.1.212; ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Cratin.142; ἐμπίπλαται . . αἵματι ὁ βωμός Paus.3.16.10. 3 c. part., μισῶν οὔποτ' ἐμπλησθήσομαι γυναῖκας E.Hipp.664, cf.Ion925; βάλλων . . οὐκ ἂν ἐμπλῄμην Ar.Ach.236; οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος X.An.7.7.46; ἔμπλησο λέγων speak thy fill, Ar.V.603.—The two last constructions are post-Homeric. (Freq. written -πίπλ-, but the evidence of the best codd. of Att. writers is in favour of -πίμπλ-.)
German (Pape)
[Seite 812] u. ἐμπίμπρημι, s. ἐμπίπλημι u. ἐμπίπρημι.