σωματοκάπηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(b)
 
(6_3)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] ὁ, = [[σωματέμπορος]], Chrysost.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] ὁ, = [[σωματέμπορος]], Chrysost.
}}
{{ls
|lstext='''σωμᾰτοκάπηλος''': [ᾰ], ὁ, = [[σωματέμπορος]], καθάπερ οἱ προβατοπῶλαι καὶ οἱ σωματοκάπηλοι Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 448Β.
}}
}}

Revision as of 11:20, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, = σωματέμπορος, Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, = σωματέμπορος, καθάπερ οἱ προβατοπῶλαι καὶ οἱ σωματοκάπηλοι Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 448Β.