ἄγκαθεν: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(13_3) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0014.png Seite 14]] 1) = [[ἀγκάς]], [[βρέτας]] ἄγκ. λαβών, in die Arme fassend, Aesch. Eum. 80. – 2) = [[ἀνέκαθεν]], Aesch. Ag. 3, von oben, wo es aber auch ist: auf den Ellnbogen gestützt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0014.png Seite 14]] 1) = [[ἀγκάς]], [[βρέτας]] ἄγκ. λαβών, in die Arme fassend, Aesch. Eum. 80. – 2) = [[ἀνέκαθεν]], Aesch. Ag. 3, von oben, wo es aber auch ist: auf den Ellnbogen gestützt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄγκᾰθεν''': ἐπίρρ. ὡς τὸ [[ἀγκάς]], ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἄγκ. λαβεῖν τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 80. ΙΙ. κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[ἀνέκαθεν]] = [[ἄνωθεν]], ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3 (ἴδε Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Α. Β. 337. 25.)· ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὁ Ἕρμαν ἑρμηνεύει cubito presso, [[μετὰ]] κεκαμμένου βραχίονος, δηλ. στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ βραχίονος, ἀφ᾿ οὗ ἁπανταχοῦ τὸ ἀγκ- εὕρηται ἀντὶ τοῦ ἀνακ-, [[οὐδέποτε]] δὲ ἀντὶ τοῦ ἀνεκ-· ἀλλ’ ἴδε Schneidew. Philol. 3. σ. 117 κἑξ. ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 349 [[ἀνέκαθεν]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 5 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A in the arms, ἄ. λαβεῖν τι A.Eu.80. 2 resting on the elbows, A.Ag.3; also expl. as contr. for ἀνέκαθεν, = ἄνωθεν, on the top, cf. Sch. ad l. c., Hsch., AB337.
German (Pape)
[Seite 14] 1) = ἀγκάς, βρέτας ἄγκ. λαβών, in die Arme fassend, Aesch. Eum. 80. – 2) = ἀνέκαθεν, Aesch. Ag. 3, von oben, wo es aber auch ist: auf den Ellnbogen gestützt.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγκᾰθεν: ἐπίρρ. ὡς τὸ ἀγκάς, ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἄγκ. λαβεῖν τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 80. ΙΙ. κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ ἀνέκαθεν = ἄνωθεν, ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3 (ἴδε Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Α. Β. 337. 25.)· ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὁ Ἕρμαν ἑρμηνεύει cubito presso, μετὰ κεκαμμένου βραχίονος, δηλ. στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ βραχίονος, ἀφ᾿ οὗ ἁπανταχοῦ τὸ ἀγκ- εὕρηται ἀντὶ τοῦ ἀνακ-, οὐδέποτε δὲ ἀντὶ τοῦ ἀνεκ-· ἀλλ’ ἴδε Schneidew. Philol. 3. σ. 117 κἑξ. ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 349 ἀνέκαθεν ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον.