διακριδόν: Difference between revisions

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
(13_6a)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. [[ἄριστος]], = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 <b class="b2">[[διακριδόν]]</b>· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι | τῶν ἄλλων [[μετά]] γ' αὐτόν· ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων; 15. 108 φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν | κάρτεΐ τε σθένεΐ τε διακριδὸν εἶναι [[ἄριστος]] . – Herodot. 4, 53 ἰχθῦς τε ἀρίστους διακριδὸν καὶ πλείστους. – Sp.; – [[χαίτη]] δ. ἠσκημένη, gescheiteltes Haar, Luc. Am. 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. [[ἄριστος]], = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 <b class="b2">[[διακριδόν]]</b>· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι | τῶν ἄλλων [[μετά]] γ' αὐτόν· ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων; 15. 108 φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν | κάρτεΐ τε σθένεΐ τε διακριδὸν εἶναι [[ἄριστος]] . – Herodot. 4, 53 ἰχθῦς τε ἀρίστους διακριδὸν καὶ πλείστους. – Sp.; – [[χαίτη]] δ. ἠσκημένη, gescheiteltes Haar, Luc. Am. 3.
}}
{{ls
|lstext='''διακρῐδόν''': ἐπίρρ. ([[διακρίνω]]) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν [[εἶναι]] ἄριστος, ὡς τὸ [[ἔξοχα]], Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους δ. Ἡρόδ. 4. 53· δ. ἠσκημένη [[κόμη]] Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955.
}}
}}

Revision as of 11:25, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακρῐδόν Medium diacritics: διακριδόν Low diacritics: διακριδόν Capitals: ΔΙΑΚΡΙΔΟΝ
Transliteration A: diakridón Transliteration B: diakridon Transliteration C: diakridon Beta Code: diakrido/n

English (LSJ)

Adv., (διακρίνω)

   A eminently, δ. εἶναι ἄριστοι Il.12.103, cf. 15.108, Hdt.4.53; δ. ἠσκημένη κόμη Luc.Am.3.    2 precisely, of measurement, Nic.Th.955; in detail, A.R.4.721; distinctly, Hymn.Is.14.    3 separately, A.R. 1.567, al.; ἔνθα καὶ ἔνθα δ. Nonn.D.34.349, cf. Opp.C.2.130, Agath. 5.7; οὐ δ. without distinction, περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.BC5.9.

German (Pape)

[Seite 584] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. ἄριστος, = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 διακριδόν· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι

Greek (Liddell-Scott)

διακρῐδόν: ἐπίρρ. (διακρίνω) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν εἶναι ἄριστος, ὡς τὸ ἔξοχα, Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους δ. Ἡρόδ. 4. 53· δ. ἠσκημένη κόμη Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955.