προώλης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
(13_1) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] ες, vorher verdorben, unglücklich, [[ἐξώλης]] ἀπολοίμην καὶ [[προώλης]] Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] ες, vorher verdorben, unglücklich, [[ἐξώλης]] ἀπολοίμην καὶ [[προώλης]] Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προώλης''': -ες, ([[ὄλλυμι]]) κατεστραμμένος [[προηγουμένως]], [[ἄξιος]] νὰ χαθῇ κακὸς κακῶς προώρως, [[ἐξώλης]] καὶ πρ. (ἴδε [[ἐξώλης]]) Δημ. 395. 7, πρβλ. 332· 22· [[ἄβιος]] καὶ πρ. σὺν τῷ σπέρματι ἀποθάνοι Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 47, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρόν. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 5 August 2017
English (LSJ)
ες, (ὄλλυμι)
A utterly destroyed or ruined, ἐξώλης καὶ π. D.19.172, cf. 18.324, Ael.Fr.325, Ἀρχ. Δελτ. 11 παρ. 20 (Lesbos, πρωώλ-).
German (Pape)
[Seite 801] ες, vorher verdorben, unglücklich, ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324.
Greek (Liddell-Scott)
προώλης: -ες, (ὄλλυμι) κατεστραμμένος προηγουμένως, ἄξιος νὰ χαθῇ κακὸς κακῶς προώρως, ἐξώλης καὶ πρ. (ἴδε ἐξώλης) Δημ. 395. 7, πρβλ. 332· 22· ἄβιος καὶ πρ. σὺν τῷ σπέρματι ἀποθάνοι Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 47, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρόν.