κοχλιώδης: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(6_7) |
(No difference)
|
κοχλιώδης: -ες, = κοχλιοειδής, Παλαίφ. 52. 1· ἐπὶ τοῦ ὠτός, Πλούτ. 2. 901F.