διαρμόζω: Difference between revisions

6_9
(13_4)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0599.png Seite 599]] 1) trennen, Eur. Or. 1452. – 2) dazwischen einfügen, übh. zurüsten, Pol. 8, 7, 1; ταῦτα διαρμοσάμενοι πρὸς τὸ μέλλον 8, 27, 5; [[σῶμα]] ὀργανικὸν καὶ διηρμοσμένονμέρεσι λογικοῖς, Plut. Coriol. 38. Auch von der Musik, Arist. Quinct.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0599.png Seite 599]] 1) trennen, Eur. Or. 1452. – 2) dazwischen einfügen, übh. zurüsten, Pol. 8, 7, 1; ταῦτα διαρμοσάμενοι πρὸς τὸ μέλλον 8, 27, 5; [[σῶμα]] ὀργανικὸν καὶ διηρμοσμένονμέρεσι λογικοῖς, Plut. Coriol. 38. Auch von der Musik, Arist. Quinct.
}}
{{ls
|lstext='''διαρμόζω''': ἢ -ττω· μέλλ. -σω·― διαμοιράζω εἰς διάφορα μέρη, Εὐρ. Ὀρ. 1450· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) Μέσ., τακτοποιῶ, διαθέτω, [[διατάσσω]]. Πολύβ. 8. 27, 5· παθ., [[αὐτόθι]] 7, 1· [[κανονίζω]], [[ῥυθμίζω]], τὸν βίον Πλούτ. 2.88Α.
}}
}}