ῥύμη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(13_6b)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] ἡ, 1) der Schwung, Umschwung, die Wucht, Geschwindigkeit eines bewegten oder sich bewegenden Körpers; τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν [[κύτος]], Antiphan. com. bei Ath. X, 449 b, von der Töpferscheibe; vgl. τροχῷ γὰρ ἐλαθεὶς κεραμικῆς ῥύμης ἄπο, Ar. Eccl. 4; – gewaltsamer Andrang, Angriff, χρῆσθαι εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ, Eur. Rhes. 64; πτερύγων, Ar. Pax 86; ῥύμῃ ἐμπίπτειν, Thuc. 2, 76, vgl. 81. 7, 70; ἵππων, Xen. Cyr. 7, 1, 31; ἐλαφρᾷ φερόμενα ῥύμῃ, Plat. Epinom. 985 b, vgl. Soph. 236 d; τῇ ῥύμῃ τῆς ὀργῆς καὶ τῆς ὕβρεως ἠτίμωται, Dem. 21, 99, Heftigkeit der Leidenschaft; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 462 u. Philostr. imagg. p. 655. 723; ἡ [[ῥύμη]] τῆς τύχης, der Umschwung des Glückes, Plut. Caes. 53 Mar. 28. – 2) die Straße; Philippds. bei Poll. 9, 38; im Lager, Pol. 6, 29, 1; öfter bei Sp., wie N. T., vgl. Luc. 14, 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] ἡ, 1) der Schwung, Umschwung, die Wucht, Geschwindigkeit eines bewegten oder sich bewegenden Körpers; τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν [[κύτος]], Antiphan. com. bei Ath. X, 449 b, von der Töpferscheibe; vgl. τροχῷ γὰρ ἐλαθεὶς κεραμικῆς ῥύμης ἄπο, Ar. Eccl. 4; – gewaltsamer Andrang, Angriff, χρῆσθαι εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ, Eur. Rhes. 64; πτερύγων, Ar. Pax 86; ῥύμῃ ἐμπίπτειν, Thuc. 2, 76, vgl. 81. 7, 70; ἵππων, Xen. Cyr. 7, 1, 31; ἐλαφρᾷ φερόμενα ῥύμῃ, Plat. Epinom. 985 b, vgl. Soph. 236 d; τῇ ῥύμῃ τῆς ὀργῆς καὶ τῆς ὕβρεως ἠτίμωται, Dem. 21, 99, Heftigkeit der Leidenschaft; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 462 u. Philostr. imagg. p. 655. 723; ἡ [[ῥύμη]] τῆς τύχης, der Umschwung des Glückes, Plut. Caes. 53 Mar. 28. – 2) die Straße; Philippds. bei Poll. 9, 38; im Lager, Pol. 6, 29, 1; öfter bei Sp., wie N. T., vgl. Luc. 14, 21.
}}
{{ls
|lstext='''ῥύμη''': ἡ, (ῥέω) ἡ [[δύναμις]], ὁρμὴ σώματος ἐν κινήσει εὑρισκομένου, ἡ [[φορά]], Λατιν. impetus, [[ῥύμη]] ἐμπίπτειν, μεθ’ ὁρμῆς, Θουκ. 2. 76, πρβλ. 81· πτερύγων [[ῥύμη]], ἡ ὁρμὴ τῶν πτερύγων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 86, πρβλ. Ὄρν. 1182· πότερ’, [[ὅταν]] [[μέλλω]], λέγειν τοι τὴν χύτραν, χύτραν [[λέγω]], ἢ τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν κοιλοσώματον [[κύτος]], κατασκευασθὲν διὰ τῆς ὁρμητικῆς περιστροφῆς τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ἡ ῥ. τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31· ἡ ῥ. τοῦ αἵματος, ἡ ῥοὴ τοῦ αἵματος ἐντὸς τῶν φλεβῶν, Ἱππ. 20. 29· ἡ ῥ. τῆς ἐκκρούσεως Ξεν. Κυν. 10, 12· τῆς ῥ. τῆς ἁλιάδος ὁ [[ψόφος]], ἐπὶ τοῦ ψόφου ὃν παράγει [[πλοῖον]] ἐν κινήσει, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 12· - μεταφορ., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 64· ἡ [[ῥύμη]] τῆς τύχης Πλουτ. Καῖσ. 53· ἡ ῥ. τῆς ὀργῆς, κτλ., ἡ [[σφοδρότης]], ὁρμὴ τῆς ὀργῆς, Δημ. 546. 29· πρβλ. Ἰακώψ. ἐις Ἀχιλλ. Τάτ. 462. 2) ἀπολ., [[ὁρμή]], [[ἐπίθεσις]] τῶν στρατιωτῶν, [[ἔφοδος]], Θουκ. 7. 70, Ξεν. Κύρ. 7.1, 31, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 404· ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης Ἀριστοφ. Νεφ. 407· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ῥοῖζος]]. ΙΙ. στενὴ ὁδός, [[στενωπός]], (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἡ [[λέξις]] σῴζεται ἐν Ἀρτάκῃ τῆς Κυζίκου), «ῥύμην οὔ φασι [[δεῖν]] λέγειν, ἀλλὰ στενωπὸν» Α. Β. 113, 5· ὀρθῶς γε τὴν ῥύμην ὁδοιπεπορήκαμεν (διάφ. γραφὴ ὡδοιπορήκαμεν) Φιλιππίδης ἐν «Λακιάδαις» 2· ἐπὶ Ρωμαϊκοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 6. 29, 1· πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 11· ἔσται μὲν Ῥώμη [[ῥύμη]] καὶ [[Δῆλος]] [[ἄδηλος]] Χρησμ. Σιβ. 8. 165.
}}
}}

Revision as of 11:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύμη Medium diacritics: ῥύμη Low diacritics: ρύμη Capitals: ΡΥΜΗ
Transliteration A: rhýmē Transliteration B: rhymē Transliteration C: rymi Beta Code: r(u/mh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ,

   A force, swing, rush of a body in motion, ῥύμῃ ἐμπίπτειν with a swing, Th.2.76; πτερύγων ῥύμη rush of wings, Ar.Pax86, cf. Av.1182; τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν . . κύτος formed by the whirl of the potter's wheel, Antiph.52.2, cf. Ar.Ec.4; ἡ ῥ. τοῦ αἵματος the flow of blood in the veins, Hp.Medic.6; ἡ ῥ. τῆς ἐκκρούσεως X.Cyn.10.12; τῆς ῥ. τῆς ἁλιάδος ὁ ψόφος, of the noise made by a boat in motion, Arist.HA533b19: metaph., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ E.Rh.64; ἡ ῥ. τῆς τύχης Plu.Caes.53; ἡ ῥ. τῆς ὀργῆς κτλ. the vehemence of passion, D.21.99; γλώσσης ῥ. Lyr.Alex.Adesp.35.11, cf. Eun.Hist. p.245 D.    2 abs., rush, charge, of soldiers, Th.2.81; of ships, Id.7.70; τῶν ἵππων X.Cyr.7.1.31, cf. Polyaen.4.3.5, al., Ach.Tat.1.12; ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥ. Ar.Nu.407.    3 = ῥοπή, Chrysipp. ap. Sch.T Il. 22.212.    II street, Aen.Tact.2.5, 3.4; τὴν ῥ. ὁδοιπορεῖν Philippid. 13, cf. LXX Is.15.3, al.; of a Roman camp, Plb.6.29.1; lane, alley, PCair.Zen.764.142 (iii B.C.), PStrassb.86.19 (ii B.C.), Act.Ap.9.11; slit, chink, dub.l. in Hp.Cord.2.

German (Pape)

[Seite 851] ἡ, 1) der Schwung, Umschwung, die Wucht, Geschwindigkeit eines bewegten oder sich bewegenden Körpers; τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν κύτος, Antiphan. com. bei Ath. X, 449 b, von der Töpferscheibe; vgl. τροχῷ γὰρ ἐλαθεὶς κεραμικῆς ῥύμης ἄπο, Ar. Eccl. 4; – gewaltsamer Andrang, Angriff, χρῆσθαι εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ, Eur. Rhes. 64; πτερύγων, Ar. Pax 86; ῥύμῃ ἐμπίπτειν, Thuc. 2, 76, vgl. 81. 7, 70; ἵππων, Xen. Cyr. 7, 1, 31; ἐλαφρᾷ φερόμενα ῥύμῃ, Plat. Epinom. 985 b, vgl. Soph. 236 d; τῇ ῥύμῃ τῆς ὀργῆς καὶ τῆς ὕβρεως ἠτίμωται, Dem. 21, 99, Heftigkeit der Leidenschaft; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 462 u. Philostr. imagg. p. 655. 723; ἡ ῥύμη τῆς τύχης, der Umschwung des Glückes, Plut. Caes. 53 Mar. 28. – 2) die Straße; Philippds. bei Poll. 9, 38; im Lager, Pol. 6, 29, 1; öfter bei Sp., wie N. T., vgl. Luc. 14, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύμη: ἡ, (ῥέω) ἡ δύναμις, ὁρμὴ σώματος ἐν κινήσει εὑρισκομένου, ἡ φορά, Λατιν. impetus, ῥύμη ἐμπίπτειν, μεθ’ ὁρμῆς, Θουκ. 2. 76, πρβλ. 81· πτερύγων ῥύμη, ἡ ὁρμὴ τῶν πτερύγων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 86, πρβλ. Ὄρν. 1182· πότερ’, ὅταν μέλλω, λέγειν τοι τὴν χύτραν, χύτραν λέγω, ἢ τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν κοιλοσώματον κύτος, κατασκευασθὲν διὰ τῆς ὁρμητικῆς περιστροφῆς τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ἡ ῥ. τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31· ἡ ῥ. τοῦ αἵματος, ἡ ῥοὴ τοῦ αἵματος ἐντὸς τῶν φλεβῶν, Ἱππ. 20. 29· ἡ ῥ. τῆς ἐκκρούσεως Ξεν. Κυν. 10, 12· τῆς ῥ. τῆς ἁλιάδος ὁ ψόφος, ἐπὶ τοῦ ψόφου ὃν παράγει πλοῖον ἐν κινήσει, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 12· - μεταφορ., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 64· ἡ ῥύμη τῆς τύχης Πλουτ. Καῖσ. 53· ἡ ῥ. τῆς ὀργῆς, κτλ., ἡ σφοδρότης, ὁρμὴ τῆς ὀργῆς, Δημ. 546. 29· πρβλ. Ἰακώψ. ἐις Ἀχιλλ. Τάτ. 462. 2) ἀπολ., ὁρμή, ἐπίθεσις τῶν στρατιωτῶν, ἔφοδος, Θουκ. 7. 70, Ξεν. Κύρ. 7.1, 31, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 404· ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης Ἀριστοφ. Νεφ. 407· πρβλ. ὡσαύτως ῥοῖζος. ΙΙ. στενὴ ὁδός, στενωπός, (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἡ λέξις σῴζεται ἐν Ἀρτάκῃ τῆς Κυζίκου), «ῥύμην οὔ φασι δεῖν λέγειν, ἀλλὰ στενωπὸν» Α. Β. 113, 5· ὀρθῶς γε τὴν ῥύμην ὁδοιπεπορήκαμεν (διάφ. γραφὴ ὡδοιπορήκαμεν) Φιλιππίδης ἐν «Λακιάδαις» 2· ἐπὶ Ρωμαϊκοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 6. 29, 1· πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 11· ἔσται μὲν Ῥώμη ῥύμη καὶ Δῆλος ἄδηλος Χρησμ. Σιβ. 8. 165.