στεγνός: Difference between revisions
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
(13_5) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] zsgzgn statt [[στεγανός]], bedeckt; στέγν' ἔχω σκηνώματα, Eur. Cycl. 323; περικαλύψῃ πίλῳ στεγνῷ, fest, dicht, Her. 4, 23; τὸ στεγνόν, das Haus, wie [[στέγη]], Xen. An. 7, 4, 12; ἡ [[δίαιτα]] τοῖς ἀνθρώποις οὐκ ἔστιν ἐν ὑπαίθρῳ, ἀλλὰ σ τεγνῶν δεῖται, Oec. 7, 19; τὸ στεγνόν, Zelt, D. Sic. 18, 26; στεγνὰ πτερά, häutige Flügel, Nic. Th. 762. Vgl. [[στεγανόπους]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] zsgzgn statt [[στεγανός]], bedeckt; στέγν' ἔχω σκηνώματα, Eur. Cycl. 323; περικαλύψῃ πίλῳ στεγνῷ, fest, dicht, Her. 4, 23; τὸ στεγνόν, das Haus, wie [[στέγη]], Xen. An. 7, 4, 12; ἡ [[δίαιτα]] τοῖς ἀνθρώποις οὐκ ἔστιν ἐν ὑπαίθρῳ, ἀλλὰ σ τεγνῶν δεῖται, Oec. 7, 19; τὸ στεγνόν, Zelt, D. Sic. 18, 26; στεγνὰ πτερά, häutige Flügel, Nic. Th. 762. Vgl. [[στεγανόπους]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στεγνός''': -ή, -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[στεγανός]], [[ἀδιάβροχος]], ἀδιαπέραστος ὑπὸ ὑγροῦ , [[πῖλος]] Ἡρόδ. 4. 23· οἰκήματα στεγ. πρὸς [[ὕδωρ]] καὶ πρὸς χιόα Ἱππ. π. Ἀερ. 291, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 19, 3· στέγν' ἔχω οἰκήματα, ἐπὶ σπηλαίου, Εὐρ. Κύκλ. 324. 2) ὠς οὐσιαστ., στεγνόν, τό, κεκαλυμμένον, ἐστεγασμένον [[οἴκημα]], Ξεν. Οἰκ. 7. 19, πρβλ. 9, 3, Ἀν. 7. 4, 12, Διόδ. 18. 25, κτλ.· ἐν στεγνῷ ποιεῖσθαι τὰς νεοττιάς, ὑπὸ στέγην ἢ σκέπην, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 30, 2· ἐν τῷ στ. φυλάττειν ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 138. ΙΙ. συγκεκλεισμένος, [[στεγνός]], δυκοίλιος, Ἱππ. 604. 21, Διοσκ. 5. 17· τὰ στ. [[πάθη]] ὁ αὐτ. 1. 3. ΙΙΙ. στεγνὰ πτερά, πτέρυγες ἀποτελούμεναι ἐκ μεμβράνης ὡς τὰ τῆς νυκτερίδος, Νικ. Θηρ. 762· πρβλ. [[στεγανόπους]] ΙΙ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,= στεγανός,
A watertight, waterproof, πῖλος Hdt.4.23; οἰκήματα σ. πρὸς ὕδωρ καὶ πρὸς χιόνα Hp.Aër.18, cf. Thphr. CP6.19.3; βοῶνες PSI5.497.5 (iii B.C.); τέγη IG12(7).62.25 (Amorgos, iv B.C.); στέγν' ἔχων σκηνώματα, of a cave, E.Cyc.324; of a boat, PPetr.3p.136 (iii B.C.); of embankments, PSI5.486.8 (iii B.C.); of cisterns, etc., OGI483.194, al. (Pergam., ii A.D.). 2 Subst. στεγνόν, τό, covered dwelling, X.An.7.4.12, D.S.18.25, etc.; ἐν στεγνῷ ποιεῖσθαι τὰς νεοττιάς under cover, Arist.HA618a35; ἐν τῷ σ. φυλάττειν Id.Mir.844b13. II costive, Hp.Mul.1.36, Dsc.5.9; τὰ σ. περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς πάθη Id.1.3. III στεγνὰ πτερά wings joined by a membrane, like those of the bat, Nic.Th.762.
German (Pape)
[Seite 932] zsgzgn statt στεγανός, bedeckt; στέγν' ἔχω σκηνώματα, Eur. Cycl. 323; περικαλύψῃ πίλῳ στεγνῷ, fest, dicht, Her. 4, 23; τὸ στεγνόν, das Haus, wie στέγη, Xen. An. 7, 4, 12; ἡ δίαιτα τοῖς ἀνθρώποις οὐκ ἔστιν ἐν ὑπαίθρῳ, ἀλλὰ σ τεγνῶν δεῖται, Oec. 7, 19; τὸ στεγνόν, Zelt, D. Sic. 18, 26; στεγνὰ πτερά, häutige Flügel, Nic. Th. 762. Vgl. στεγανόπους.
Greek (Liddell-Scott)
στεγνός: -ή, -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ στεγανός, ἀδιάβροχος, ἀδιαπέραστος ὑπὸ ὑγροῦ , πῖλος Ἡρόδ. 4. 23· οἰκήματα στεγ. πρὸς ὕδωρ καὶ πρὸς χιόα Ἱππ. π. Ἀερ. 291, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 19, 3· στέγν' ἔχω οἰκήματα, ἐπὶ σπηλαίου, Εὐρ. Κύκλ. 324. 2) ὠς οὐσιαστ., στεγνόν, τό, κεκαλυμμένον, ἐστεγασμένον οἴκημα, Ξεν. Οἰκ. 7. 19, πρβλ. 9, 3, Ἀν. 7. 4, 12, Διόδ. 18. 25, κτλ.· ἐν στεγνῷ ποιεῖσθαι τὰς νεοττιάς, ὑπὸ στέγην ἢ σκέπην, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 30, 2· ἐν τῷ στ. φυλάττειν ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 138. ΙΙ. συγκεκλεισμένος, στεγνός, δυκοίλιος, Ἱππ. 604. 21, Διοσκ. 5. 17· τὰ στ. πάθη ὁ αὐτ. 1. 3. ΙΙΙ. στεγνὰ πτερά, πτέρυγες ἀποτελούμεναι ἐκ μεμβράνης ὡς τὰ τῆς νυκτερίδος, Νικ. Θηρ. 762· πρβλ. στεγανόπους ΙΙ.