ἀπολυτικός: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] befreiend, Sp.; ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός Xen. Hell. 5, 4. 25, Einen gern befreien wollen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] befreiend, Sp.; ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός Xen. Hell. 5, 4. 25, Einen gern befreien wollen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπολυτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀπολύσῃ, ἀθῳώσῃ: ― Ἐπίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχω τινός, ἔχω κατὰ νοῦν, εἶμαι διατεθειμένος νὰ ἀπολύσω, ἀθῳώσω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:31, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to acquit. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός to be minded to acquit one, X.HG5.4.25.
German (Pape)
[Seite 313] befreiend, Sp.; ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός Xen. Hell. 5, 4. 25, Einen gern befreien wollen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολυτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀπολύσῃ, ἀθῳώσῃ: ― Ἐπίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχω τινός, ἔχω κατὰ νοῦν, εἶμαι διατεθειμένος νὰ ἀπολύσω, ἀθῳώσω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25.