φθαρτικός: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(13_3) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1270.png Seite 1270]] verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; [[μανία]] [[ἕξις]] φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ [[κακία]] φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1270.png Seite 1270]] verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; [[μανία]] [[ἕξις]] φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ [[κακία]] φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φθαρτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ [[γεννητικός]], [[ποιητικός]], [[μετὰ]] γεν., φθαρτικὰ [[ἀλλήλων]] τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ [[κακία]] φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 7. 3, 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A destructive, c. gen., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία one of another, Arist.Ph.192a21; ἡ κακία φ. ἀρχῆς Id.EN1140b19; πόλεως φ. Id.Pol.1281a20: abs., Id.Po.1452b11; opp. ποιητικός, γενητικός, Id.Top.114b17, 124a25; ζῷα οὐ φ. Porph.Abst.1.11; φ. φαρμακεῖαι Plu. 2.134e; φάρμακα deadly poisons, Dsc.3.45; ἐμβρύων φ., v. l. for φθόριος, Id.2 166, cf. 1.105; φ. δύναμις Gal.11.764. Adv. -κῶς Arist.Top.153b32.
German (Pape)
[Seite 1270] verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; μανία ἕξις φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ κακία φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φθαρτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ γεννητικός, ποιητικός, μετὰ γεν., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ κακία φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 7. 3, 7.