διάτονος: Difference between revisions
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
(4) |
(6_15) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dia/tonos | |Beta Code=dia/tonos | ||
|Definition=ον, (διατείνω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">on the stretch, vehement</b>, αὖραι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span> 2.3.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">extending from front to back</b>, of <b class="b2">bonding courses</b> in a wall, Vitr.2.8.7. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in Music, <b class="b3">διάτονον</b> (sc. <b class="b3">γένος</b>), τό, <b class="b2">the diatonic scale</b>, opp. <b class="b3">χρωματικόν, ἐναρμόνιον</b>, <span class="bibl">Aristox.<span class="title">Harm.</span>p.19M.</span>, etc.; δ. μέλος <span class="bibl">Alciphr.1.18</span>; δ. μελῳδία <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>19</span>.</span> | |Definition=ον, (διατείνω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">on the stretch, vehement</b>, αὖραι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span> 2.3.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">extending from front to back</b>, of <b class="b2">bonding courses</b> in a wall, Vitr.2.8.7. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in Music, <b class="b3">διάτονον</b> (sc. <b class="b3">γένος</b>), τό, <b class="b2">the diatonic scale</b>, opp. <b class="b3">χρωματικόν, ἐναρμόνιον</b>, <span class="bibl">Aristox.<span class="title">Harm.</span>p.19M.</span>, etc.; δ. μέλος <span class="bibl">Alciphr.1.18</span>; δ. μελῳδία <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>19</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διάτονος''': -ον, ([[διατείνω]]) ἐντεταμένος, [[σφοδρός]], [[ὁρμητικός]], αὖραι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 1. 2) ἐκτεινόμενος ἀπὸ τοῦ προσθίου μέρους [[μέχρι]] τοῦ ὀπισθίου, ἐπὶ συνεχῶν λίθων ἐν τοίχῳ, Βιτρούβ. 2. 8· πρβλ. [[ὑπέρτονος]] ΙΙ. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, διάτονον (ἐνν. γένος), τό, ἡ διατονικὴ κλίμαξ τῶν παλαιῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χρωματικὸν καὶ τὸ ἐναρμόνιον· ἦσαν δὲ τὰ διαστήματα αὐτῆς ἁπλούστερα καὶ [[ἄνευ]] φθορῶν (διέσεων καὶ ὑφέσεων), Ἀριστόξεν. σ. 44 κἑξ., κτλ.· [[ὡσαύτως]], δ. [[μέλος]] Ἀλκίφρων 1. 18· δ. [[μελῳδία]] Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 19· ― [[ὡσαύτως]], γένος διατονικὸν Ἀριστείδ. Κόϊντ. σ. 111, κτλ.· ἴδε Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτήτων σ. 774, Chappell’s Hist. of M. I. σ. XVI. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (διατείνω)
A on the stretch, vehement, αὖραι Thphr.CP 2.3.1. 2 extending from front to back, of bonding courses in a wall, Vitr.2.8.7. II in Music, διάτονον (sc. γένος), τό, the diatonic scale, opp. χρωματικόν, ἐναρμόνιον, Aristox.Harm.p.19M., etc.; δ. μέλος Alciphr.1.18; δ. μελῳδία D.H.Comp.19.
Greek (Liddell-Scott)
διάτονος: -ον, (διατείνω) ἐντεταμένος, σφοδρός, ὁρμητικός, αὖραι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 1. 2) ἐκτεινόμενος ἀπὸ τοῦ προσθίου μέρους μέχρι τοῦ ὀπισθίου, ἐπὶ συνεχῶν λίθων ἐν τοίχῳ, Βιτρούβ. 2. 8· πρβλ. ὑπέρτονος ΙΙ. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, διάτονον (ἐνν. γένος), τό, ἡ διατονικὴ κλίμαξ τῶν παλαιῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χρωματικὸν καὶ τὸ ἐναρμόνιον· ἦσαν δὲ τὰ διαστήματα αὐτῆς ἁπλούστερα καὶ ἄνευ φθορῶν (διέσεων καὶ ὑφέσεων), Ἀριστόξεν. σ. 44 κἑξ., κτλ.· ὡσαύτως, δ. μέλος Ἀλκίφρων 1. 18· δ. μελῳδία Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 19· ― ὡσαύτως, γένος διατονικὸν Ἀριστείδ. Κόϊντ. σ. 111, κτλ.· ἴδε Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτήτων σ. 774, Chappell’s Hist. of M. I. σ. XVI.