ἀλλόκοτος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(13_6b)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0104.png Seite 104]] ον (nach E. M. für ἀλλότοκος, anders entstanden, andere von [[κότος]] in allgemeiner Bdtg von [[ἦθος]], wie [[ὀργή]], VLL. [[ἐναντίον]], ξένον, ἐξηλλαγμένον), anders beschaffen, entgegengesetzt, Soph. Phil. 1176 ἀλλ. [[γνώμη]] τῶν [[πάρος]], anders als gewöhnlich, ungewöhnlich; [[ὄνομα]] Plat. Theaet. 182 a; wie insolens, Rep. VI, 487 d, als milderer Ausdruck für [[πονηρός]]; ῥήματα χαλεπὰ καὶ ἀλλ. Hipp. mai. 292 c. Dah. unnatürlich, widerwärtig, [[πατήρ]] Prot. 346 a; τόποι ἀλλ. καὶ ἀναίσιοι Legg. V, 747 d; [[πρᾶγμα]] ἀλλ., ein schreckliches Geschäft, Thuc. 3, 49. So Plut. τῆς τιμωρίας τὸ ἀλλ. καὶ [[βαρύ]] Cor. 18; δαιμόνων φάσματα Num. 8 u. 15, wo noch φοβερά dabei steht; ἀνὴρ ἀλλ. καὶ ἀγροικός, wunderlicher Mensch, Sol. 27. Häufig bei Sp. Superl. aus Plat. com. B. A. 378. – Adv. -τως, ungewöhnlich, λέγειν Plat. Lys. 216 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0104.png Seite 104]] ον (nach E. M. für ἀλλότοκος, anders entstanden, andere von [[κότος]] in allgemeiner Bdtg von [[ἦθος]], wie [[ὀργή]], VLL. [[ἐναντίον]], ξένον, ἐξηλλαγμένον), anders beschaffen, entgegengesetzt, Soph. Phil. 1176 ἀλλ. [[γνώμη]] τῶν [[πάρος]], anders als gewöhnlich, ungewöhnlich; [[ὄνομα]] Plat. Theaet. 182 a; wie insolens, Rep. VI, 487 d, als milderer Ausdruck für [[πονηρός]]; ῥήματα χαλεπὰ καὶ ἀλλ. Hipp. mai. 292 c. Dah. unnatürlich, widerwärtig, [[πατήρ]] Prot. 346 a; τόποι ἀλλ. καὶ ἀναίσιοι Legg. V, 747 d; [[πρᾶγμα]] ἀλλ., ein schreckliches Geschäft, Thuc. 3, 49. So Plut. τῆς τιμωρίας τὸ ἀλλ. καὶ [[βαρύ]] Cor. 18; δαιμόνων φάσματα Num. 8 u. 15, wo noch φοβερά dabei steht; ἀνὴρ ἀλλ. καὶ ἀγροικός, wunderlicher Mensch, Sol. 27. Häufig bei Sp. Superl. aus Plat. com. B. A. 378. – Adv. -τως, ungewöhnlich, λέγειν Plat. Lys. 216 a.
}}
{{ls
|lstext='''ἀλλόκοτος''': -ον, ὁ ἔχων ἀσυνήθη φύσιν ἢ μορφήν, [[παράδοξος]], [[διάστροφος]], κακοσχημάτιστος, [[τερατώδης]], Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 750, Ἀριστοφ. Σφ. 71, Κράτης ἐν Α. Β. 15, Πλάτ., κτλ., ἀλλ. [[πρᾶγμα]], δυσάρεστον, στρεβλόν, «ἀνάποδον», Θουκ. 3. 49· ἀλλ. [[ὄνομα]] = [[παράδοξος]], [[ἀσυνήθης]] [[λέξις]], Πλάτ. Θεαίτ. 182Α: μ. γεν. ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν [[πάρος]], γνώμῃ ἐντελῶς διαφόρῳ τῶν..., Σοφ. Φ. 1191. ― Ἐπίρρ. -τως, Φερεκρ. Ἄδηλ. 26, Πλάτ. Λυσ. 216Α. ― Πρβλ. Ruhnk Τίμ. (πιθ. παράγεται ἀμέσως ἐκ τοῦ [[ἄλλος]], τὸ δὲ -[[κότος]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[κατάληξις]], πρβλ. [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]]· [[διότι]] δυσκολίας παρέχει ἡ [[ὑπόθεσις]] ἡ ἐν Α. Β. 14. 28, ὅτι τῇ λέξει [[κότος]] δυνάμεθα νὰ δώσωμεν τὴν πρώτην σημασίαν τῆς λέξεως ὀργὴ = [[ἦθος]], [[χαρακτήρ]], [[διάθεσις]]).
}}
}}

Revision as of 11:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλόκοτος Medium diacritics: ἀλλόκοτος Low diacritics: αλλόκοτος Capitals: ΑΛΛΟΚΟΤΟΣ
Transliteration A: allókotos Transliteration B: allokotos Transliteration C: allokotos Beta Code: a)llo/kotos

English (LSJ)

ον,

   A of unusual nature or form, strange, portentous, Hp.Fract.1, Ar.V.71, Crates Com.43, etc.; ἀ. πρᾶγμα unwelcome, a gainst the grain, Th.3.49; ἀ. ὄνομα strange, uncouth word, Pl.Tht.182a: c. gen., ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος with purpose utterly different from... S.Ph. 1191; of persons, Pl.Euthd.306e, etc.: Comp. and Sup. -ώτερος, -ώτατος Pl.Com.28. Adv. -τως Pherecr.201, Pl.Ly.216a (v. l.). (κότος = ὀργή, i.e. temper, Phryn.PSp.23 B.)

German (Pape)

[Seite 104] ον (nach E. M. für ἀλλότοκος, anders entstanden, andere von κότος in allgemeiner Bdtg von ἦθος, wie ὀργή, VLL. ἐναντίον, ξένον, ἐξηλλαγμένον), anders beschaffen, entgegengesetzt, Soph. Phil. 1176 ἀλλ. γνώμη τῶν πάρος, anders als gewöhnlich, ungewöhnlich; ὄνομα Plat. Theaet. 182 a; wie insolens, Rep. VI, 487 d, als milderer Ausdruck für πονηρός; ῥήματα χαλεπὰ καὶ ἀλλ. Hipp. mai. 292 c. Dah. unnatürlich, widerwärtig, πατήρ Prot. 346 a; τόποι ἀλλ. καὶ ἀναίσιοι Legg. V, 747 d; πρᾶγμα ἀλλ., ein schreckliches Geschäft, Thuc. 3, 49. So Plut. τῆς τιμωρίας τὸ ἀλλ. καὶ βαρύ Cor. 18; δαιμόνων φάσματα Num. 8 u. 15, wo noch φοβερά dabei steht; ἀνὴρ ἀλλ. καὶ ἀγροικός, wunderlicher Mensch, Sol. 27. Häufig bei Sp. Superl. aus Plat. com. B. A. 378. – Adv. -τως, ungewöhnlich, λέγειν Plat. Lys. 216 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλόκοτος: -ον, ὁ ἔχων ἀσυνήθη φύσιν ἢ μορφήν, παράδοξος, διάστροφος, κακοσχημάτιστος, τερατώδης, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 750, Ἀριστοφ. Σφ. 71, Κράτης ἐν Α. Β. 15, Πλάτ., κτλ., ἀλλ. πρᾶγμα, δυσάρεστον, στρεβλόν, «ἀνάποδον», Θουκ. 3. 49· ἀλλ. ὄνομα = παράδοξος, ἀσυνήθης λέξις, Πλάτ. Θεαίτ. 182Α: μ. γεν. ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος, γνώμῃ ἐντελῶς διαφόρῳ τῶν..., Σοφ. Φ. 1191. ― Ἐπίρρ. -τως, Φερεκρ. Ἄδηλ. 26, Πλάτ. Λυσ. 216Α. ― Πρβλ. Ruhnk Τίμ. (πιθ. παράγεται ἀμέσως ἐκ τοῦ ἄλλος, τὸ δὲ -κότος εἶναι ἁπλῶς κατάληξις, πρβλ. νεόκοτος, παλίγκοτος· διότι δυσκολίας παρέχει ἡ ὑπόθεσις ἡ ἐν Α. Β. 14. 28, ὅτι τῇ λέξει κότος δυνάμεθα νὰ δώσωμεν τὴν πρώτην σημασίαν τῆς λέξεως ὀργὴ = ἦθος, χαρακτήρ, διάθεσις).