ζωμήρυσις: Difference between revisions
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωμήρῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀρύω]]) «κουτάλα ζωμοῦ, «ἡ τοῦ λίπους [[ἀφρηλόγος]]» Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 32, Φιλήμ. Νεώτ. Ἀποσπ. 1, Ἀνάξιππ. Κιθαρ. 1. Ἀθήν. 126D, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 161. 3, Ἀνθ. Π. 6. 101. | |lstext='''ζωμήρῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀρύω]]) «κουτάλα ζωμοῦ, «ἡ τοῦ λίπους [[ἀφρηλόγος]]» Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 32, Φιλήμ. Νεώτ. Ἀποσπ. 1, Ἀνάξιππ. Κιθαρ. 1. Ἀθήν. 126D, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 161. 3, Ἀνθ. Π. 6. 101. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />cuiller à potage.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμός]], [[ἀρύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:43, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀρύω A)
A soup-ladle, Antiph.249, Philem.Jun.1.6, Anaxipp.6.1, IG22.1416 (iv B.C.), Ath.3.126d, AP6.101 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1143] ἡ, Schaumlöffel, τἉν λίπους ἀφρολόγον Philp. 13 (VI, 101); vgl. Ath. VII, 291 c.
Greek (Liddell-Scott)
ζωμήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) «κουτάλα ζωμοῦ, «ἡ τοῦ λίπους ἀφρηλόγος» Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 32, Φιλήμ. Νεώτ. Ἀποσπ. 1, Ἀνάξιππ. Κιθαρ. 1. Ἀθήν. 126D, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 161. 3, Ἀνθ. Π. 6. 101.