βδελυκτός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βδελυκτός''': -ή, -όν, ὁ προξενῶν βδελυγμίαν ἢ ἀηδίαν, [[ἄξιος]] ἀποστροφῆς, Ἐπ. Τίτ. 1. 16., Φίλων 2. 261· ‒ παρὰ Βυζ. καὶ -κτέος, α, ον.
|lstext='''βδελυκτός''': -ή, -όν, ὁ προξενῶν βδελυγμίαν ἢ ἀηδίαν, [[ἄξιος]] ἀποστροφῆς, Ἐπ. Τίτ. 1. 16., Φίλων 2. 261· ‒ παρὰ Βυζ. καὶ -κτέος, α, ον.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dégoûtant, répugnant, abominable.<br />'''Étymologie:''' [[βδελύσσομαι]].
}}
}}