Ἰταλός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἰτᾰλός''': ὁ, ὁ [[ἐγχώριος]] [[κάτοικος]] τῆς Ἰταλίας, Στράβ. 210· - ὡς ἐπίθ., Ἀνθ. Π. 7. 741, κτλ. ῐ, ἀλλὰ ῑ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 505· ὡς καὶ ἐν τοῖς Ἰταλίς, [[Ἰταλία]]. | |lstext='''Ἰτᾰλός''': ὁ, ὁ [[ἐγχώριος]] [[κάτοικος]] τῆς Ἰταλίας, Στράβ. 210· - ὡς ἐπίθ., Ἀνθ. Π. 7. 741, κτλ. ῐ, ἀλλὰ ῑ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 505· ὡς καὶ ἐν τοῖς Ἰταλίς, [[Ἰταλία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />Italien, italique.<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />Italos, <i>roi pélasge qui aurait donné son nom à l’Italie</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A Italian, Parth.7.1, Str.5.1.1: as Adj., Ἰ. αἰχμητής [ῑ] AP7.741 (Crin.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰτᾰλός: ὁ, ὁ ἐγχώριος κάτοικος τῆς Ἰταλίας, Στράβ. 210· - ὡς ἐπίθ., Ἀνθ. Π. 7. 741, κτλ. ῐ, ἀλλὰ ῑ χάριν τοῦ μέτρου, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 505· ὡς καὶ ἐν τοῖς Ἰταλίς, Ἰταλία.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
Italien, italique.
2οῦ (ὁ) :
Italos, roi pélasge qui aurait donné son nom à l’Italie.