πτωχόμουσος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτωχόμουσος''': -ον, ὁ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3. 1 μνημονεύει τὴν φράσιν, πτ. [[κόλαξ]] ἐκ τοῦ Γοργίου χαρακτηρίζων αὐτὴν ὡς ψυχράν· ἡ [[σημασία]] ἀμφίβ.· [[ἴσως]], ὁ ζῶν (ἢ [[μᾶλλον]] πεινῶν, λιμώττων) ἐκ τῆς εὐφυΐας του.
|lstext='''πτωχόμουσος''': -ον, ὁ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3. 1 μνημονεύει τὴν φράσιν, πτ. [[κόλαξ]] ἐκ τοῦ Γοργίου χαρακτηρίζων αὐτὴν ὡς ψυχράν· ἡ [[σημασία]] ἀμφίβ.· [[ἴσως]], ὁ ζῶν (ἢ [[μᾶλλον]] πεινῶν, λιμώττων) ἐκ τῆς εὐφυΐας του.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />ingénieux pour mendier.<br />'''Étymologie:''' [[πτωχός]], [[μοῦσα]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχόμουσος Medium diacritics: πτωχόμουσος Low diacritics: πτωχόμουσος Capitals: ΠΤΩΧΟΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: ptōchómousos Transliteration B: ptōchomousos Transliteration C: ptochomousos Beta Code: ptwxo/mousos

English (LSJ)

ον,

   A living (or rather starving) by his wits, κόλαξ Gorg.Fr.15 (πτωχομουσοκόλακας cj. Vahlen).

German (Pape)

[Seite 813] ὁ, ein Betteldichter, κόλαξ, Gorgias bei Arist. rhet. 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχόμουσος: -ον, ὁ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3. 1 μνημονεύει τὴν φράσιν, πτ. κόλαξ ἐκ τοῦ Γοργίου χαρακτηρίζων αὐτὴν ὡς ψυχράν· ἡ σημασία ἀμφίβ.· ἴσως, ὁ ζῶν (ἢ μᾶλλον πεινῶν, λιμώττων) ἐκ τῆς εὐφυΐας του.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
ingénieux pour mendier.
Étymologie: πτωχός, μοῦσα.