ἀποπενθέω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπενθέω''': πενθῶ, θρηνῶ τινα, μ. αἰτ. Πλουτ. Κορ. 39. ΙΙ. παύομαι πανθῶν, [[ἐπειδὴ]] δὲ ἀποπενθεῖν Πάτροκλον καιρὸς ἦν Γρηγ. Ναζ. τ. Ι. σ. 889Β.
|lstext='''ἀποπενθέω''': πενθῶ, θρηνῶ τινα, μ. αἰτ. Πλουτ. Κορ. 39. ΙΙ. παύομαι πανθῶν, [[ἐπειδὴ]] δὲ ἀποπενθεῖν Πάτροκλον καιρὸς ἦν Γρηγ. Ναζ. τ. Ι. σ. 889Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pleurer sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πενθέω]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπενθέω Medium diacritics: ἀποπενθέω Low diacritics: αποπενθέω Capitals: ΑΠΟΠΕΝΘΕΩ
Transliteration A: apopenthéō Transliteration B: apopentheō Transliteration C: apopentheo Beta Code: a)popenqe/w

English (LSJ)

   A mourn for, τινά Plu.Cor.39.

German (Pape)

[Seite 318] (vollständig) betrauern, τινά Plut. Cor. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπενθέω: πενθῶ, θρηνῶ τινα, μ. αἰτ. Πλουτ. Κορ. 39. ΙΙ. παύομαι πανθῶν, ἐπειδὴ δὲ ἀποπενθεῖν Πάτροκλον καιρὸς ἦν Γρηγ. Ναζ. τ. Ι. σ. 889Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pleurer sur.
Étymologie: ἀπό, πενθέω.