ἀβάστακτος: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβάστακτος''': ον ([[βαστάζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἢ βαστάσῃ. Πλούτ. Ἀντων. 16. Ἐπίκτ. Ἐκκλ. ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ. | |lstext='''ἀβάστακτος''': ον ([[βαστάζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἢ βαστάσῃ. Πλούτ. Ἀντων. 16. Ἐπίκτ. Ἐκκλ. ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />intolérable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βαστάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (βαστάζω)
A not to be borne or carried, Plu.Ant.16; not removable, σημεῖον IGRom.4.446 (Perg.). Adv. -τως Hsch.
German (Pape)
[Seite 2] unerträglich, φορτίον Plut. Ant. 16; βάρη Epict. 1, 9, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβάστακτος: ον (βαστάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἢ βαστάσῃ. Πλούτ. Ἀντων. 16. Ἐπίκτ. Ἐκκλ. ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intolérable.
Étymologie: ἀ, βαστάζω.