ἀγμός: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγμός''': ὁ, ([[ἄγνυμι]]) [[κάταγμα]], [[θραῦσις]] ὀστοῦ· Περὶ ἀγμῶν, ἐπιγραφὴ συγγράματός τινος τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. κοιλωτὸν [[ῥῆγμα]] κρημνοῦ, κοινῶς «σπηλῃά», Εὐρ. Ι. Τ. 263· κατὰ πληθ., ὁ αὐτ. Βάκχ. 1094, Νικ. Ἀλεξιφ. 391. | |lstext='''ἀγμός''': ὁ, ([[ἄγνυμι]]) [[κάταγμα]], [[θραῦσις]] ὀστοῦ· Περὶ ἀγμῶν, ἐπιγραφὴ συγγράματός τινος τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. κοιλωτὸν [[ῥῆγμα]] κρημνοῦ, κοινῶς «σπηλῃά», Εὐρ. Ι. Τ. 263· κατὰ πληθ., ὁ αὐτ. Βάκχ. 1094, Νικ. Ἀλεξιφ. 391. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lieux abrupts, escarpés.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἄγνυμι)
A fracture of a bone, περὶἀγμῶν, title of treatise by Hp., etc. II broken cliff, crag, E.IT263; pl., Id.Ba.1094, Nic.Al.391, St.Byz. s.v. Ὀαξός.
German (Pape)
[Seite 17] ὁ, 1) Bruch, Med. – 2) plur. jähe Abhänge, Klüfte, Eur. Bacch. 1094; Nic. Th. 146; τρηχέες Al. 651, Ufer.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγμός: ὁ, (ἄγνυμι) κάταγμα, θραῦσις ὀστοῦ· Περὶ ἀγμῶν, ἐπιγραφὴ συγγράματός τινος τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. κοιλωτὸν ῥῆγμα κρημνοῦ, κοινῶς «σπηλῃά», Εὐρ. Ι. Τ. 263· κατὰ πληθ., ὁ αὐτ. Βάκχ. 1094, Νικ. Ἀλεξιφ. 391.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lieux abrupts, escarpés.
Étymologie: ἄγνυμι.