κρύψις: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρύψις''': -εως, ἡ, ([[κρύπτω]]) [[ἀπόκρυψις]], «κρύψιμον», κρύπτεσθαι κρύψιν Εὐρ. Βάκχ. 953· ἀντίθετ. τῷ [[φάσις]], ἐπὶ ἀστέρων, [[ἐπισκίασις]], [[ἔκλειψις]], Τίμ. Λοκρ. 97Β· [[ἐξαφάνισις]], Πλούτ. 2. 366D. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ [[κρύψις]] [[εἶναι]] [[μέθοδος]] δι’ ἧς νὰ ἀποκρύπτῃ τις τὸν σκοπὸν καὶ τὰς βλέψεις [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 8· πρβλ. [[κρύπτω]] Ι. 5, καὶ [[κρυπτικός]]. | |lstext='''κρύψις''': -εως, ἡ, ([[κρύπτω]]) [[ἀπόκρυψις]], «κρύψιμον», κρύπτεσθαι κρύψιν Εὐρ. Βάκχ. 953· ἀντίθετ. τῷ [[φάσις]], ἐπὶ ἀστέρων, [[ἐπισκίασις]], [[ἔκλειψις]], Τίμ. Λοκρ. 97Β· [[ἐξαφάνισις]], Πλούτ. 2. 366D. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ [[κρύψις]] [[εἶναι]] [[μέθοδος]] δι’ ἧς νὰ ἀποκρύπτῃ τις τὸν σκοπὸν καὶ τὰς βλέψεις [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 8· πρβλ. [[κρύπτω]] Ι. 5, καὶ [[κρυπτικός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de cacher ; <i>particul.</i> action de cacher sa pensée, dissimulation;<br /><b>2</b> action d’être caché <i>ou</i> de se cacher, action de disparaître.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, κρύπτω)
A hiding, concealment, κρυφθῆναι κρύψιν E. Ba.955, cf. Plb.10.46.3; opp. φάσις, of stars, disappearance below the horizon, Gem.13.2, al., Ti.Locr.97b (pl.); occultation, Theo Sm. p.192 H. (pl.); heliacal setting, Metrod.Herc.831.10, Ptol.Alm.8.4, Tetr.4, Theo Sm.p.137 H.; of new moon, Ptol.Tetr.22; disappearance, Plu.2.366d. 2 suppression, ἐπιμηνίων Gal.19.495. 3 concealment of stolen goods, Arist.Rh.1372a32. 4 mystery, secret, κρύψιν μεγάλην ἀνυμνοῦντες Dam.Pr.52bis.
Greek (Liddell-Scott)
κρύψις: -εως, ἡ, (κρύπτω) ἀπόκρυψις, «κρύψιμον», κρύπτεσθαι κρύψιν Εὐρ. Βάκχ. 953· ἀντίθετ. τῷ φάσις, ἐπὶ ἀστέρων, ἐπισκίασις, ἔκλειψις, Τίμ. Λοκρ. 97Β· ἐξαφάνισις, Πλούτ. 2. 366D. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ κρύψις εἶναι μέθοδος δι’ ἧς νὰ ἀποκρύπτῃ τις τὸν σκοπὸν καὶ τὰς βλέψεις αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 8· πρβλ. κρύπτω Ι. 5, καὶ κρυπτικός.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de cacher ; particul. action de cacher sa pensée, dissimulation;
2 action d’être caché ou de se cacher, action de disparaître.
Étymologie: κρύπτω.