μομφή: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μομφή''': ἡ, ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[μέμψις]] ([[ὡσαύτως]] ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β), [[μέμψις]], [[κατηγορία]], [[ψόγος]], παράπονον, [[προσβολή]], Πινδ. Ν. 8. 66· μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν Αἰσχύλ. Θήβ. 1060· - [[αἰτία]] παραπόνων, μομφὴν ἔχειν τινὶ Πινδ. Ι. 4. 61 (3. 54)· [[οὕτως]], ἕν σοι μομφὴν ἔχω, εἰς ἓν [[πρᾶγμα]] σὲ [[μέμφομαι]], Εὐρ. Ὀρ. 1069· μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1009· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., μ. ἔχων ξυνοῦ δορὸς Σοφ. Αἴ. 180· ὧν [[ἕνεκα]] μ. ἔχει Ἀριστοφ. Εἰρ. 664. | |lstext='''μομφή''': ἡ, ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[μέμψις]] ([[ὡσαύτως]] ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β), [[μέμψις]], [[κατηγορία]], [[ψόγος]], παράπονον, [[προσβολή]], Πινδ. Ν. 8. 66· μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν Αἰσχύλ. Θήβ. 1060· - [[αἰτία]] παραπόνων, μομφὴν ἔχειν τινὶ Πινδ. Ι. 4. 61 (3. 54)· [[οὕτως]], ἕν σοι μομφὴν ἔχω, εἰς ἓν [[πρᾶγμα]] σὲ [[μέμφομαι]], Εὐρ. Ὀρ. 1069· μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1009· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., μ. ἔχων ξυνοῦ δορὸς Σοφ. Αἴ. 180· ὧν [[ἕνεκα]] μ. ἔχει Ἀριστοφ. Εἰρ. 664. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />blâme, reproche, plainte, grief : μομφὴν ἔχειν τινός SOPH avoir un grief contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, poet. form of μέμψις (also in Pl.Ep.323b),
A blame, reproof, Pi.N.8.39; μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν A.Th.1015; cause of complaint, μομφὰν ἔχειν τινί Pi.I.4(3).36; ἕν σοι μομφὴν ἔχω in one thing I blame thee, E.Or.1069; μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν Id.Alc.1009; πρός τινα μ. ἔχειν Ep.Col.3.13: c. gen., μ. ἔχων ξυνοῦ δορός S.Aj.180 (lyr.); ὧν ἕνεκα μ. ἔχει Ar.Pax664.
German (Pape)
[Seite 201] ἡ, Tadel, Vorwurf; μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, Pind. I. 3, 54, μομφὰν ἐπισπείρων ἀλιτροῖς, N. 8, 39; μομφῆς ἄτερ, Aesch. Spt. 1001; ἤ τινα μομφὰν ἔχων ξυνοῦ δορός, Soph. Ai. 180, zu klagen habend, wie ἕν σοι μομφὴν ἔχω Eur. Or. 1069, vgl. Phoen. 780; auch Ar. Pax 647, = μέμφομαι; in Prosa, Plat. Ep. VI, 323 b.
Greek (Liddell-Scott)
μομφή: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ μέμψις (ὡσαύτως ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β), μέμψις, κατηγορία, ψόγος, παράπονον, προσβολή, Πινδ. Ν. 8. 66· μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν Αἰσχύλ. Θήβ. 1060· - αἰτία παραπόνων, μομφὴν ἔχειν τινὶ Πινδ. Ι. 4. 61 (3. 54)· οὕτως, ἕν σοι μομφὴν ἔχω, εἰς ἓν πρᾶγμα σὲ μέμφομαι, Εὐρ. Ὀρ. 1069· μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1009· - ὡσαύτως μετὰ γεν., μ. ἔχων ξυνοῦ δορὸς Σοφ. Αἴ. 180· ὧν ἕνεκα μ. ἔχει Ἀριστοφ. Εἰρ. 664.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
blâme, reproche, plainte, grief : μομφὴν ἔχειν τινός SOPH avoir un grief contre qqn.
Étymologie: μέμφομαι.