ἀντίδουλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίδουλος''': -ον, ὁ ἀντὶ δούλου, οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ὢν ὡς [[δοῦλος]] ἢ ὃν μεταχειρίζονται ὡς δοῦλον, ὁ αὐτ. Χο. 135.
|lstext='''ἀντίδουλος''': -ον, ὁ ἀντὶ δούλου, οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ὢν ὡς [[δοῦλος]] ἢ ὃν μεταχειρίζονται ὡς δοῦλον, ὁ αὐτ. Χο. 135.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />traité en esclave.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δοῦλος]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίδουλος Medium diacritics: ἀντίδουλος Low diacritics: αντίδουλος Capitals: ΑΝΤΙΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: antídoulos Transliteration B: antidoulos Transliteration C: antidoulos Beta Code: a)nti/doulos

English (LSJ)

ον,

   A instead of a slave, neut. pl. as Adv., ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα A.Fr.194.    II of persons, being as a slave, treated as a slave, Id.Ch.135.

German (Pape)

[Seite 251] eines Knechtes Stelle vertretend, Aesch. Ch. 133; frg. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίδουλος: -ον, ὁ ἀντὶ δούλου, οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ὢν ὡς δοῦλος ἢ ὃν μεταχειρίζονται ὡς δοῦλον, ὁ αὐτ. Χο. 135.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traité en esclave.
Étymologie: ἀντί, δοῦλος.