ἀκροβυστία: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροβυστία''': ἡ, ἡ [[ἄκρα]] τοῦ δέρματος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδίου, Λατ. praeputium, Ἑβδ., Πράξ. Ἀπ. ια΄, 3. ΙΙ. ἡ [[κατάστασις]] τοῦ ἔχοντος τὴν ἀκροβυστίαν, τὸ ἀπερίτμητον [[εἶναι]], Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β´, 25, κτλ. 2) περιληπτ., ἡ [[ἀκροβυστία]], οἱ μὴ περιτετμημένοι, [[αὐτόθι]] β´, 26., γ´, 30, κτλ. (Λέξις [[ἄγνωστος]] τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησιν, οἵτινες ἔλεγον [[ἀκροποσθία]] καὶ ἀκροπόσθιον ἐκ τοῦ [[πόσθη]]· [[ὥστε]] [[εἶναι]] πολὺ πιθανὸν ὅτι οἱ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Ἑλληνισταὶ τὴν πόσθην μετέβαλον εἰς βύστην καὶ [[οὕτως]] ἐσχηματίσθη ἡ [[ἀκροβυστία]] ἀντὶ τοῦ [[ἀκροποσθία]]).
|lstext='''ἀκροβυστία''': ἡ, ἡ [[ἄκρα]] τοῦ δέρματος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδίου, Λατ. praeputium, Ἑβδ., Πράξ. Ἀπ. ια΄, 3. ΙΙ. ἡ [[κατάστασις]] τοῦ ἔχοντος τὴν ἀκροβυστίαν, τὸ ἀπερίτμητον [[εἶναι]], Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β´, 25, κτλ. 2) περιληπτ., ἡ [[ἀκροβυστία]], οἱ μὴ περιτετμημένοι, [[αὐτόθι]] β´, 26., γ´, 30, κτλ. (Λέξις [[ἄγνωστος]] τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησιν, οἵτινες ἔλεγον [[ἀκροποσθία]] καὶ ἀκροπόσθιον ἐκ τοῦ [[πόσθη]]· [[ὥστε]] [[εἶναι]] πολὺ πιθανὸν ὅτι οἱ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Ἑλληνισταὶ τὴν πόσθην μετέβαλον εἰς βύστην καὶ [[οὕτως]] ἐσχηματίσθη ἡ [[ἀκροβυστία]] ἀντὶ τοῦ [[ἀκροποσθία]]).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />prépuce.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρόβυστος]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβυστία Medium diacritics: ἀκροβυστία Low diacritics: ακροβυστία Capitals: ΑΚΡΟΒΥΣΤΙΑ
Transliteration A: akrobystía Transliteration B: akrobystia Transliteration C: akrovystia Beta Code: a)krobusti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A foreskin, LXX Ge.17.11, al., Ph.Fr.49 H., Act.Ap.11.3.    II state of having the foreskin, uncircumcision, Ep.Rom.2.25, etc.    2 collect., the uncircumcised, ib.2.26, 3.30, etc. (Prob. from ἄκρος and a Semitic root, cf. Bab. buśtu 'pudenda', Heb. bōsheth 'shame': wrongly derived from ἄκρος, βύω by EM53.48.)

German (Pape)

[Seite 83] ἡ, Vorhaut, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβυστία: ἡ, ἡ ἄκρα τοῦ δέρματος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδίου, Λατ. praeputium, Ἑβδ., Πράξ. Ἀπ. ια΄, 3. ΙΙ. ἡ κατάστασις τοῦ ἔχοντος τὴν ἀκροβυστίαν, τὸ ἀπερίτμητον εἶναι, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β´, 25, κτλ. 2) περιληπτ., ἡ ἀκροβυστία, οἱ μὴ περιτετμημένοι, αὐτόθι β´, 26., γ´, 30, κτλ. (Λέξις ἄγνωστος τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησιν, οἵτινες ἔλεγον ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον ἐκ τοῦ πόσθη· ὥστε εἶναι πολὺ πιθανὸν ὅτι οἱ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Ἑλληνισταὶ τὴν πόσθην μετέβαλον εἰς βύστην καὶ οὕτως ἐσχηματίσθη ἡ ἀκροβυστία ἀντὶ τοῦ ἀκροποσθία).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prépuce.
Étymologie: ἀκρόβυστος.