ἀποθύω: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποθύω''': μέλλ. θύσω, [[προσφέρω]] θυσίαν ἣν ηὐχήθην, κοινῶς «ἔταξα» ἢ «ἔκαμα τάμμα» ἔδοξεν αὐτοῖς κατ’ ἐνιαυτὸν πεντακοσίας χιμαίρας θύειν Ξεν. Ἀν. 3. 12, 2· [[ἡγεμόσυνα]] αὐτόθ. 4. 8, 25· εὐχὴν Δίφιλ. ἐν «Ζῳγράφῳ» 2. 10. | |lstext='''ἀποθύω''': μέλλ. θύσω, [[προσφέρω]] θυσίαν ἣν ηὐχήθην, κοινῶς «ἔταξα» ἢ «ἔκαμα τάμμα» ἔδοξεν αὐτοῖς κατ’ ἐνιαυτὸν πεντακοσίας χιμαίρας θύειν Ξεν. Ἀν. 3. 12, 2· [[ἡγεμόσυνα]] αὐτόθ. 4. 8, 25· εὐχὴν Δίφιλ. ἐν «Ζῳγράφῳ» 2. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=offrir en sacrifice, consacrer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -θύσω IG4.951.45 (Epid.):—offer up as a votive sacrifice, χιμαίρας X.An.3.2.12; ἡγεμόσυνα 4.8.25; εὐχήν Diph.43.10; ἴατρα IGl. c.
German (Pape)
[Seite 304] abopfern, ein gelobtes Opfer darbringen, θυσίαν, δεκάτην, Xen. An. 3, 2, 12. 4. 8, 25; εὐχήν, sich durch Opfer eines Gelübdes entledigen, Diphil. bei Ath. VII, 492 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθύω: μέλλ. θύσω, προσφέρω θυσίαν ἣν ηὐχήθην, κοινῶς «ἔταξα» ἢ «ἔκαμα τάμμα» ἔδοξεν αὐτοῖς κατ’ ἐνιαυτὸν πεντακοσίας χιμαίρας θύειν Ξεν. Ἀν. 3. 12, 2· ἡγεμόσυνα αὐτόθ. 4. 8, 25· εὐχὴν Δίφιλ. ἐν «Ζῳγράφῳ» 2. 10.